United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διατάχτε τη μάχη: δεν αρνούμαι κανέναν αντίπαλο, κι' αν δεν μπορέσω ν' αποδείξω το δίκηο μου, κάψετέ με μπροστά στους ανθρώπους σας. Αλλ' αν νικήσω κι' αν σας ξαναρέση να πάρτε πάλι την Ιζόλδη με το φωτεινό πρόσωπο, κανείς από τους βαρώνους δε θα σας υπηρετήση πειο πιστά από μένα.

Κάτι μέσα μου τρανολαλεί πως μαζί σου όλα μπορώ να τα τολμήσω και να τα κατορθώσω... Εγώ το χέρι και συ το σπαθί. Έλα και θα ιδής... — Άμποτε· ευχήθηκε κείνη αφίνοντας το κεφάλι της στην αγκαλιά του. Και τότε ποιος θα μπορέση πια να μας αντισταθή ; επρόσθεσε σιγαλά, στυλώνοντας τα μάτια ψηλά σε κάποιο μέλλον φωτεινό και τρισένδοξο. — Αψού!... ακούστηκε πίσω τους ένα δυνατό φτάρνισμα.

Κάθησε και με κοίταξε μ' ένα βλέμμα τόσο φωτεινό και βαθύ, σα να ήθελε να με κάμη να δω το βάθος της ψυχής της. — Πρέπει να μάθης ποιο είταν το χειρότερο απ' όλα, είπε.

Η γάτα πήδησε χαρούμενη στο πάτωμα, ψήλωσε το κορμί της σαν να λούζονταν στο φωτεινό κύμα που κύλισε απόξω κι άρχισε να παίζη μ' ένα φύλλο χαρτιού που βρέθηκε στα νύχια της. — Κ' οι λέξες ζωντανεύουν και ξανανιώνουν τώρα· είπε σκεφτικός ο Αλαμάνος. — Θαύμα· εψυθίρισε κι' ο Αριστόδημος ανασηκώνοντας το κεφάλι του. — Αυτό το θαύμα είνε καθημερινό· είπε ο Δημητράκης.

Τέλος πλησίαζε η μέρα, που την περιμέναμε καιρό, η μέρα, που έμελλε να γεννηθή το τέκνο μας και να βγη στο φως το μυστικό, που μου είχε μπιστευτεί από καιρό η γυναίκα μου, το μυστικό που έδινε στην ψυχή της ένταση και στην ελπίδα της φτερά κ' έμελλε να ξαναφέρη την ευτυχία στο σπίτι μας. Το προαίστημα αυτό έκαμε τόσο φωτεινό το καλοκαίρι μας, έτσι τουλάχιστο το βλέπω τώρα.

Και όμως τ' όνομά τους μένει ακόμα φωτεινό και ζείδωρο σαν τον ήλιο. Όσο περνούν οι αιώνες τόσο φαίνεται λαμπρότερο. Πώς λοιπόν θα κάμη να γίνη κι αυτός μεγάλος, να τους μοιάση στο νου και στα έργα; Ο πνευματικός κόσμος είνε δικός του. Ε, καλά μα δε φτάνει. Πρέπει να γίνη δικός του κι ο υλικός. Πώς θα γίνη αυτό το θαύμα; Πήρε τ' όνομά τους, κληρονόμησε την ψυχή τους, έμαθε τη γλώσσα τους.

Αέρας ζεστός και μοσκοβολισμένος χύθηκε μέσα στο δωμάτιο. Πλατύ φωτεινό σεντόνι απλώθηκε απάνω στο τραπέζι, αγκάλιασε φιλόστοργα τις γέρικες βιβλιοθήκες, έκαμε τα χερόγραφα να τρίξουν και ν' αναδεφτούν σαν το ναρκωμένο φίδι στο ανοιξιάτικο λιοπύρι.

Και ο πόνος τού ενός ήταν όμοιος με τον πόνο της άλλης, ήταν ο πόνος ενός ολόκληρου λαού που έφερνε στο νου του, σαν τον υπηρέτη, ένα σκοτεινό παρελθόν και ονειρευόταν, σαν το κορίτσι, ένα φωτεινό μέλλον με τα βάσανα της αγάπης. Έπειτα έπεσε σιγή. Ο Τσουαναντόνι, ανυπόμονος να ξαναρχίσει το ακορντεόν, ήταν ο πρώτος που πετάχτηκε έξω με το σκούφο του στο χέρι.

Γύρω μας άνθιζαν οι πασκαλιές γεμίζοντας τον αέρα με τη μυρουδιά τους και στον αχνό, φωτεινό ουρανό έπλεε το νέο φεγγάρι, δίχως να φωτίζη, κολυμπώντας μόνο μέσα στο γλαυκό, που άπλωνε πλατύν, απέραντο το θόλο του, όπου τα χλωμά άστρα δοκιμάζανε να φεγγοβολήσουνε, χωρίς όμως να κατορθώνουνε να σκίσουνε τη νύχτα.

Όταν πήγε να κοιμηθή και μπήκα να την καλονυχτίσω, με κοίταξε με το ίδιο φωτεινό και βαθύ βλέμμα, όπως και προτήτερα: — Πρέπει ακόμα να λησμονήσης που σου είπα πως μου πήρες την πίστη μου, είπε. Γιατί δε μου την πήρες. Εγώ μόνο το φαντάστηκα. Ω, φαντάστηκα πολλά. Ζούσα μέσα σε μια φαντασία. Το πρόσωπό της πήρε θλιβερή έκφραση κ' έφερε το χέρι στο μέτωπο για να τη διώξη.