United States or Ireland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και η Μάρω προσέθετε: — Και περνάει ο Γιάννος και της δίνει μήλο, μήλο δαγκωμένο κι' άλλο φιλημένο!. . . — Α! όχι φιλημένο, δεν πάει φιλημένο!. . . είπεν η Μάρω, γελώσα τον αθώον παιδικόν της γέλωτα. Η Μάρω και εις την θέσιν της αυτήν, την κρισιμωτάτην διά την ζωήν της, ήτο χαρουμένη.

Σ' όλα τα άλλα καλή και άξια, μάλαμα γυναίκα». Γι' αυτό κ' η Αννίτσα τη συμπονούσε και πήγαινε με τα νερά της. Ένα πρωί, πρώτη του Μαρτιού, η Ταρσίτσα σηκώθηκε χαρούμενη, σαν να είχε δει καλό όνειρο. Κάτι σιγοτραγούδησε από μέσα της, ύστερα πήρε κόκκινη κλωνά κ' έπλεξε το «Μάρτη». Ένα για την Αννίτσα, ένα για τον εαυτό της: Οπώχει κόρην ακριβή του Μάρτη ο ήλιος μην τη δη,

Η Γκριζέντα έτρεξε εκείνη να φωνάξει τον υπηρέτη, τρίφτηκε επάνω του σαν γατάκι και του έδωσε να φιλήσει το μωρό. «Πόσο χαρούμενη είμαι, μπαρμπα Έφις! Απόψε θα ξαναχορέψουμε! Κοιτάξτε όμως το μικρό σας αφεντικό. Λες και κάνει κόρτε στην Καλίνα!» Ο Έφις την κοίταζε τρυφερά. Είδε τον Τζατσίντο να σηκώνει τα μάτια γεμάτα έρωτα και επιθυμία και μέσα από την καρδιά του ευλόγησε τους δυο νέους.

Έστεκα εκεί κ' η συγκίνηση μου είτανε τόσο μεγάλη, ώστε δεν μπορούσα να νοιώσω τίποτε από κείνα που έβλεπα. Έβλεπα πως ο γιατρός έστεκε κει κ' αιστανόμουνα πως η γυναίκα μου με κρατούσε αγκαλιασμένον σφιχτά. Έβλεπα καθαρά πως φαινότανε χαρούμενη, μάλιστα πιο πολύ από ευτυχισμένη και πως έπρεπε να είμαι και γω. Άκουσα κάτι για μια λιποθυμία, που τώρα πέρασε και πως ο γιατρός τη θαρρούσε ασήμαντη.

Βαθυά μέσ' στο σεντούκι μου κρύβω κακά φαρμάκια που ένας Ασσύριος κάποτε μου τάχει μαθημένα. Μα εσύ στρέψε χαρούμενη ταλόγατά σου τώρα, Σελήνη, στον ωκεανό· κ' εγώ θε να υπομένω όπως ως τώρα υπόμενα τον πόνο της καρδιάς μου. Σ' αφήνω 'γειά, λαμπρόχρωμη Σελήνη και σεις άστρα, που αθόρυβα την άμαξα της νύκτας ακλουθάτε.

Βλέποντας αυτό το σημάδι η Μαριανθούλα, είπε χαρούμενη στη βάβω της: — Βάβω! βάβω! Είδες, καλημέρα μ'! τι έκαμε η κόττα; Σήκωσε τα φτερά της και τα χτύπησε, και τεντώθηκε σα να ήθελε τα λαλήσ'!... — Ε! κι' ύστερα;.... είπε η γριά, σα με θυμό. — Δεν έλεγες, βαβούλω μ', ότι, όταν κάνουν έτς οι κόττες, έρχεται ο πατέρας μ';

Μόνον μικρά χαιρεκακία ανεφαίνετο ενίοτε μεταξύ των, όταν ο ένας ετρύπα την χείρα του διά της ακάνθης ή ο άλλος έπιπτεν από του λίθου, όπου ήθελε να σταθή με το ένα πόδι διά να κάμη τον πετρίτην. . Αίφνης όμως μίαν αυγήν, ενώ η Μάρω ηγείρετο του ύπνου, χαρούμενη, διότι θα επήγαινον, ως είχον συμφωνήσει μετά του Γιάννου εις τους καλαμώνας να συλλάβουν τριποκάρυδα, δεν εύρεν αυτόν πλησίον της· παντού ηρεύνησεν αλλά ματαίως.

Και καθώς κάθιζε, μέσα στη μελωδία εκείνη που τον πλημμύριζε πέταξε η χαρούμενή του ψυχή στην αιώνια την ξενιτειά. — Τώρα να μας πης, Καπετάν Σταμάτη, ένα πράμα που συχνά, θαρρώ, το δηγήθηκες, μα από το στόμα σου ποτές μου δεν τάκουσα. Γιατί σε λεν Πολίτη; — Ύστερ' απ' αυτό το καλό κρασί δεν χαλνώ την καρδιά σου, κάνει ο Καπετάνιος.

Μάναψε και περισσότερο τη μανία του κυνηγιού ο Βασίλης με τις υπερβολές πούλεγε για μένα. Η μητέρα μου φαινότανε χαρούμενη, δεν έκαμε όμως την υπόσχεση που μούχε δώσει για το δίκαννο. Ήθελε, ως έλεγε, να μαγοράση ένα τσιφτέ ελαφρό, για τα χέρια μου· κεπειδή τέτοιος δε βρισκότανε στο χωριό, θα παράγγελνε να μου το φέρουν από την πόλη. Ως τόσο θάτον στη διάθεσή μου το τουφέκι του Βασίλη.

Κι όταν είμαι ήσυχη τότε και χαρούμενη, μου χαμογελά και φαίνεται ευτυχισμένος. Με κοιτάζει, όπως με κοίταζε όταν ζούσε, και πριν προφτάσω να στοχαστώ χάνεται πάλι. Ωστόσο είμαι ευτυχισμένη. Γιατί γνωρίζω πως είτανε κοντά μου. Έρχεται συχνά όταν εσύ κοιμάσαι και γω μένω άυπνη. Κάποτε λέω να σε ξυπνήσω. Μα δε τολμώ. Γιατί φοβούμαι πως αν ξυπνήσης, θα χαθή.