United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δος μου την σάκκα σου, είνε ενωρίς ακόμη, θα κάμωμεν μαζί ένα περίπατον. — Τι χαρά! Έστρεφε συχνά η Ανθούλα και εθαύμαζε την Νεράιδα, ήτο τόσον ωραία! Και πόσον ελαφρά περιπατούσε, μόλις ημπορούσε να την ακολουθή η Ανθούλα. Την έφερεν εις κήπους με άνθη παράξενα, με οπωρικά όλων των ειδών· με ανθισμένα κλαδιά της έπλεξε κούνιες.

Δεν το μπορούσα. Κι απάνω στην απελπισία μου, άρπαξα το μόνο που μου ήρθε στο νου κ' είπα: — Μα το Σβεν μπορείς να τον αφήσης; Τινάχτηκε, σα να τη χτυπήσανε, κ' έπλεξε τα χέρια της απελπισμένα. — Όχι, όχι, δεν μπορώ. Πήγε τρεκλίζοντας στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας και με παρακάλεσε να την αφήσω μόνη.

Εσείς οι βοσκοί, είπε πάλιν ο Μπαρμπαρέζος σχεδόν με παράπονον, δεν ταγαπάτε τα γαλατερά, γιατί τάχετε κάθε μέρα και θαρρείτε πως δεν ταγαπούμε κεμείς. Και αφήσας τα γαλατερά, επανήλθεν εις την ανάμνησιν του πάππου του Μανώλη, όστις είχε φονευθή κατά την μεγάλην επανάστασιν. Του έπλεξε δε υπερβολικόν εγκώμιον, παρασκευάζων διά πλαγίας κολακείας επιδρομήν εις τον πλούσιον οίκον τον Σαϊτονικολή.

Διαβολόπαιδο! εφώναξεν ο Δημήτρης εν αγανακτήσει. Και διά της καλάμου την οποίαν εκράτει εις χείρας έπλεξε τον μικρόν κατά τα νώτα. Τα παιδία εκ συμφώνου ήρχισαν ευθύς, τας φωνάς και τα κλαύματα, τρέχοντα εδώ κ' εκεί ως χήνες κατά την ώραν της βροχής.

ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Τω όντι έπλεξε και εις τους δύο τα μέγιστα εγκώμια. ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αλλ' αγαπά περισσότερον τον Καίσαρα. — Και όμως αγαπά τον Αντώνιον.

Τα δύο ταύτα λοιπόν μετ- εχειρίσθη ο Θεός, ίνα διοχετεύη το υγρόν εκ της κοιλίας εις τας φλέβας, δηλ, συνύφανε πλέγμα εξ αέρος και πυρός, ως είναι οι αλι- ευτικοί κάλαθοι, έχον εις το στόμα δύο σάκκους εκ των οποίων τον ένα έπλεξε δισχιδή. Από τους σάκκους τούτους εξέτεινε τρόπον τινά σχοίνους ολόγυρα πανταχού μέχρι των άκρων του πλέγμα- τος.

Σ' όλα τα άλλα καλή και άξια, μάλαμα γυναίκα». Γι' αυτό κ' η Αννίτσα τη συμπονούσε και πήγαινε με τα νερά της. Ένα πρωί, πρώτη του Μαρτιού, η Ταρσίτσα σηκώθηκε χαρούμενη, σαν να είχε δει καλό όνειρο. Κάτι σιγοτραγούδησε από μέσα της, ύστερα πήρε κόκκινη κλωνά κ' έπλεξε το «Μάρτη». Ένα για την Αννίτσα, ένα για τον εαυτό της: Οπώχει κόρην ακριβή του Μάρτη ο ήλιος μην τη δη,

Ας το δροσίση πάντοτε Με τ' αργυρά της δάκρυα Η ροδόπεπλος κόρη· Και αυτού ας ξεφυτρόνουν Αιώνια τ' άνθη. Ω γνήσια της Ελλάδος Τέκνα· ψυχαί που επέσατε Εις τον αγώνα ανδρείως, Τάγμα εκλεκτών Ηρώων, Καύχημα νέον. Σας άρπαξεν η τύχη Την νικητήριον δάφνην, Και από μυρτιάν σας έπλεξε Και πένθιμον κυπάρισσον Στέφανον άλλον.

Λάμπρος είπέ τινα εις το Αθλητικόν Συνέδριον περί της αναβιώσεως της γυμναστικής εις την νεωτέραν Ελλάδα και έπλεξε δίκαιον εγκώμιον εις τον μακαρίτην Φωκιανόν, τον πρώτον, όστις μετά του Ηρ. Βασιάδου, συνέλαβε την ιδέαν της συνενώσεως των ανά την ελευθέραν και δούλην Ελλάδα αθλητικών σωματείων εις ένα πανελλήνιον αθλητικόν σύλλογον.

Ανέφερε δε και το εξής• Υπήρξε γυνή ανωτέρας τάξεως, η οποία κατά μεν τα άλλα ήτο νόστιμη και σεμνή, αλλά κοντή και κατωτέρα του μετρίου• εις εγκώμιον δε το οποίον της έπλεξε κάποιος ποιητής έλεγε μεταξύ των άλλων ότι ήτο μεγαλοπρεπής και την παρωμοίαζε κατά το ευθυτενές και το ύψος του αναστήματος προς αίγειρον.