United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι συφορά τους έστειλε η Άρτεμη από φούρκα, που δεν της πρόσφερε ο Βοινιάς καρπούς μες στα δροσάτα περβόλια, ενώ πολλά οι θεοί τρώγανε βόδια οι άλλοι, 535 κι' άφισε μόνη του Διός τη δοξασμένη κόρη· ή ξέχασε ή δεν τούκοψε, μά 'ταν βαρύ το κρίμας.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Αν ζη ο πατήρ σου θα μεταμεληθή, διότι δεν εγεννήθης κόρη· αλλά και συ θα λυπηθής ακολουθήσας τον θρίαμβον του Καίσαρος, αφού ήδη ένεκα τούτου εμαστιγώθης. Εις το εξής ας σου προξενή πυρετόν η λευκή χειρ της γυναικός· τρέμε όταν βλέπης αυτήν. — Επίστρεψε εις τον Καίσαρα, και ειπέ εις αυτόν τίνι τρόπω σε μετεχειρίσθημεν.

ΦΕΡΔΙΝ. Αληθινά· όλ' η αντρειά μου, ωσάν εις τα ονείρατα, είναι δεμένη· του πατρός μου ο θάνατος, τούτο μου το δείλιασμα, όλων των φίλων μου ο πνιγμός απ' αυτόν εδώ τον άνθρωπο, που μ' έχει στα χέρι του, οι φοβερισμοί, ήταν όλα αλαφριά για εμένα, ανίσως μέσ' από τη φυλακή μου έβλεπα μία φορά την ημέρα τούτη την κόρη· ελευθερίαν ας χαίρεται καθ' άλλη γωνία της οικουμένης· εμέν' αρκεί παρόμοια φυλακή.

Το πόρισμά μου, το εν ονείρω εξαχθέν, και εις λήρον εν είδει συλλογισμού διατυπωθέν, υπήρξε τούτο· «Α! δεν είναι δένδρον, είναι κόρη· και τα δένδρα, όσα βλέπομεν, είναι γυναίκες

Ας το δροσίση πάντοτε Με τ' αργυρά της δάκρυα Η ροδόπεπλος κόρη· Και αυτού ας ξεφυτρόνουν Αιώνια τ' άνθη. Ω γνήσια της Ελλάδος Τέκνα· ψυχαί που επέσατε Εις τον αγώνα ανδρείως, Τάγμα εκλεκτών Ηρώων, Καύχημα νέον. Σας άρπαξεν η τύχη Την νικητήριον δάφνην, Και από μυρτιάν σας έπλεξε Και πένθιμον κυπάρισσον Στέφανον άλλον.

Λοιπόν, σύμφωνοι; τον ρώτησε ανοίγοντας την πόρτα. — Ε, και θέλει ρώτημα ; είπε ο Αριστόδημος παίρνοντας πάλι το ραβδί του και ξαναρχίζοντας: — Παίδες Ελλήνων!.. παίδες Ελλήνων! ίτε!.. ίτε!.. ίτε!.. Ο Δημητράκης περίμενε με καρδιοχτύπι την κόρη· ήξερε καλά τη φτωχοπερηφάνεια τ' αδερφού του και φοβότανε την άρνησή του. — Ε, τι λέει; δέχεται; την ρώτησε μόλις την είδε.

Εκάθισεν η μικρά κόρη· από υψηλά η κανδήλα εμπρός από το εικόνισμα έφεγγεν εις όλον το δωματίων, αλλ' ο εργαλειός τώρα ήτον δυσκολοκίνητος· κάτι τον εμπόδιζε, δεν θα τον είχαν καλά στερεώσει! Εβγήκεν η Φρόσω και προσπαθούσε να εύρη τι έπταιεν, αλλά έπεσε κάτω ένα πράγμα και έλαμψεν εις το φως της κανδήλας! Κυττάζει, ήτον μία λίρα, ένα χρυσό εικοσάφραγκο!

Ναι, δέχεται· έκαμε η κόρη με το κεφάλι για να κρύψη τ' αναφυλλητό της. — Μα τι; κλαις βλέπω!.. επρόσθεσε κυττάζοντάς την κατάματα· μη σέβρισε ; — Τσ... έκαμε κείνη· άκου. Τον έσυρε σιγά ως την πόρτα του γραφείου και στάθηκαν εκεί σκυφτοί και λυπημένοι για κάμποση ώρα. — Πάμε, είπε ο Δημητράκης, σέρνοντας κατόπιν του την κόρη· δε βαστώ πια. Μου φαίνεται πως ακούω ψυχομάχημα...

Ου! θα είνε του μπάρμπα Ηλία η κόρη· χήρα η καϋμένη, . . . δευτέρα ανεψιά της μαμάς. Η κυρία Πηνελόπη αποκαλεί την μητέρα της μ α μ ά ν, μετά την ανακάλυψιν των γηπέδων εκείνων, περί ων εν αρχή ελέγομεν. — Δεν την γνωρίζω, δεν την είδα ποτέ μου, υπολαμβάνει ο Ιωάννης. — Ήλθ' ένα δυο φοραίς, . . . θα την λησμόνησες. Και τι σου γράφει; & Τώρα θα ιδούμεν. Και ο Περδίκης αναγινώσκει·

Όλο τη στολίζει, τη χαδεύει, την ξανανιώνει την κακιά της την κόρη· ως και τα κυπαρίσσια της, που πρέπει να είναι φαρμακωμένες οι ρίζες τους, ως και κείνα τα δροσίζει, τα θρέφει, τα μεγαλώνει. Γλιστράει η φύση από τα τούρκικα χέρια σα Νεράιδα, κι όλο βαλσαμώνει, ανεσταίνει, ζωντανεύει. Ως κ' εμάς τα καταφρονεμένα δε μας ξεχνάει. Κοίτα τους επιβάτες, τι σπίθες βγάζουν τα μάτια τους!