United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν δοκίμαζε να το κάμη μόνο έτσι για να πειράξη το Σβεν, αυτός έβαζε τη φωνή: — Όχι, να μην ακούση, δεν κάνει νακούση. Κ' η μαμά έσπρωχνε τον μπαμπά, ώστε ο μικρός μπορούσε να της πη στο αυτί ό,τι ήθελε. Και τότε θριάμβευε ο Σβεν. — Βλέπεις, έλεγε. Δεν κάνει να το ακούσης. Κ' έπειτα έφευγε κρατώντας το χέρι της μαμάς και περιγελούσε τον μπαμπά.

Τα παιδιά δεν μπορούνε να φτιάσουνε με το νου τέτοια πράματα. Ωστόσο ο Σβεν δεν είταν ο ίδιος αυτό τΟ καλοκαίρι. Χωρίς καμιά αφορμή έλεγε άξαφνα πως είταν κουρασμένος και τότε ήθελε να μένη ξαπλωμένος στη χλόη με το κεφάλι ακκουμπημένο στην αγκαλιά της μαμάς. Ή ερχότανε στον μπαμπά και τον παρακαλούσε να τον πάρη στα χέρια.

Φυσικά η μαμά δεν μπορούσε ναντισταθή. Και ποτέ του δεν είτανε τόσο ευχαριστημένος ο Σβεν. Έγερνε κει το κεφάλι στο χέρι της μαμάς, έκλεινε πάλι τα μάτια κ' έμενε ήσυχος και σιωπηλός όσο που άρχιζε να ξαναβρίσκη τη δύναμη του. Τότε σηκωνότανε πάλι, πριν όμως σηκωθή, κοίταζε τη μαμά με τα παράξενα μάτια του: — Μην το πης του μπαμπά. — Δεν το λέω· μα γιατί; έλεγε η μαμά.

Ο ήσυχος παρατηρητής θα βρη πίσω από ένα λεπτό παραπέτασμα κρυμένο το πορτραίτο της μητέρας, της πεθαμένης, της συμπαθητικής μαμάς, που πνίγηκε στην ατμόσφαιρα αυτή, που τίποτε καλό δεν μπορεί ν' αναπτυχτεί.

Μα επειδή ο μικρός είτανε καλά σε όλα τάλλα, ο μπαμπάς τονέ σήκωνε από το κρεββάτι και του έλεγε πως έπρεπε να ντυθή και να βγη όξω στον καθαρόν αέρα. Τότε σηκωνότανε ο Σβεν κι όσο είταν ο μπαμπάς μέσα προσπαθούσε να φορέση τις κάλτσες του. Μόλις όμως έβγαινε ο μπαμπάς στην πόρτα, πήγαινε στο κρεββάτι της μαμάς και την παρακαλούσε να τον αφήση να ξαπλωθή εκεί μαζί της.

Δεν ωφέλησε πως η μαμά τον παρακάλεσε να μην τονέ νοιάζη τι λέγανε τα μεγάλα αδέρφια. Δεν ωφέλησε ακόμα πως τον παρακάλεσε ναφήση τα μαλλιά του για χάρη της μαμάς, που ταγαπούσε τόσο. Ο Σβεν επίμενε πως πρέπει να τα κόψουν. — Δε θέλω να φαίνουμαι σαν κορίτσι, έλεγε. Η μαμά λυπότανε και με την ιδέα μόνο πως μπορούσε κανείς ναγγίξη τα ωραία μαλλιά.

Αυτό το έλεγε πείραγμα του μπαμπά και λίγα πράματα ήξερε που να τον διασκεδάζαν τόσο. Μου φαίνεται πως τους βλέπω ακόμα εμπρός μου και τους δυο να περπατούν απάνω κάτω στο μακρύ δρόμο με τα γυμνά δένδρα το χειμώνα, όταν ο Σβεν φορούσε τη μικρή του γούνα, που είταν καμωμένη από μια παλιά της μαμάς και την καμάρωνε τόσο.

Με μια λαμπράδα, που πάντα είναι νέα, που αλλάζει κάθε βράδι, βυθά ο ήλιος στη θάλασσα κι ανάμεσά μας είναι ο Σβεν. Είναι ξυπόλυτος και μελαψός κ' επειδή με τα βράδι ψυχραίνει ο αέρας, χώνει τα μικρά του πόδια κάτω από τα φόρεμα της μαμάς. Παρακαλεί να τον αφήσουμε να μείνη όσο φαίνεται ακόμα ο ήλιος.

Εκεί είταν ακόμα και το βιβλίο του μπαμπά για τα μεγάλα αδέρφια, το αντίτυπο που είχε δώσει της μαμάς κ' έπειτα το πήρε για δικό του ο Σβεν όταν τον παρακάλεσε να γράψη ένα βιβλίο μόνο για το Νέννε. Αυτή είταν η κάμαρα του Σβεν και δω είτανε το άδυτο της Έλσας. Κάθε βράδι έμπαινε κει και κάθε πρωί καθότανε κει, πριν μιλήση με κανέναν άλλον.

Ο Σβεν ξανακρέμασε την εικόνα στη θέση της. Το άλλο πρωί όμως την πήρε πάλι κι αφού την κοίταξε μια στιγμή, ζήτησε της μαμάς να του ξαναπή την ιστορία. Πάλι κάθησε ο Σβεν κι άκουγε και πάλι τέντωσε ξαφνισμένος τα μεγάλα μάτια του. — Πιστεύεις, μαμά, πως ο νέος είναι λυπημένος που θα πεθάνη; είπε. — Ναι, μα η αρρεβωνιαστικιά του είναι περσότερο λυπημένη, απάντησε η μαμά.