United States or Uruguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξακολούθησα λοιπόν να γράφω το βιβλίο μου δίχως να μ' ενοχλή κανείς κάθε πρωί κ' η γυναίκα μου πηγαινοερχότανε σε μένα και σε κείνον, καθότανε στην κάμαρα του Σβενπου είταν ήσυχος, όταν την ένοιωθε κοντά τουκι όταν ο μικρός κοιμότανε, έβγαινε όξω νανασάνη καθαρόν αέρα και να μου διηγηθή όλα τα καλά σημεία, που πίστευε πως έβλεπε πάντα το προσεχτικό της μάτι.

Σαν ήρθε η φοβερή χρονιά, που έφερε την κατοχή των Αγγλογάλλων και τη χολέρα, που βάσταξε τρεις μήνες κ' έπαψε την ημέρα του Αγίου Φιλίππου, ύστερα από μεγάλη λιτανεία και δέησι που έκαμε ο λαός με τους παπάδες, με τα εικονίσματα, με Σταυρούς και με ξεφτέρια, κ' οι Αγγλογάλλοι φοβέριζαν τον βασιληά μας, τον Όθωνα, κ' εκείνος ήτον κλεισμένος στο Παλάτι, — μόνο για να παρηγορή τον λαό έβγαινεκαι δεν το κούνησε από την Αθήνα, μ' όλη τη χολέρα και το θανατικό.

Η άνοιξη έφτασε αργά αυτόν το χρόνο, η άνοιξη, που την πρόσμενα σα λυτρωτή, φαινότανε σα μην ήθελε ναρθή διόλου. Τραχειά και κρύα έμενε η γις, γυμνά γέρνανε τα κλαδιά των δέντρων μπρος στα παράθυρά μας από τον παγερό άνεμο. Ο Απρίλης έβγαινε κ' οι σωροί το χιόνι στενόντανε σαν πύργοι ακόμα κι αν κάπου έλαμπε ο ήλιος, ο βοριάς πάγωνε τον αέρα με τα ρεύματα που έφερνε από το βοθνικό κόλπο.

Αφτά 'χε κι' έβγαινε έπειτα στο πανηγύρι τ' Άρη· και σπίτι του σα γέρασε, τα δίνει του Ρεφτάλη, τ' αγαπητού του παραγιού, ναν τα φοράει στη μάχη. Μ' αφτά ο Ρεφτάλης τ' άρματα χαλκοπλισμένος τότες, κάθε αρχηγού τού φώναζε να βγει να μετρηθούνε· 150 κι' αφτοί φοβούνταν ζάρωναν, μηδέ κανείς τολμούσε.

Δεν ήτον ο κομψευόμενος και ο μοσχομυρισμένος, ο γυναικολόγος και γυναικάκιας πουρχόταν πάντα: αυτός καθότανε στην άλλη άκρη της Αθήνας κι ούτ' έβγαινε τέτοιαν ώρα απ’ το σπίτι ναρθή εδώ έξω.

Πίστευα πως πάντα η θέλησή μου είτανε να την κρατώ στα χέρια, πίστευα πως το έκαμα πάντα και τώρα από όλο το είναι της έβγαινε ένας τόνος, που μου έλεγε πως με όλα αυτά ξέσκισα απρόσεχτα το βάθος της ψυχής της και της έκαμα μια πληγή, που ίσως να μάτωνε πολύν καιρό πρι να τολμήση να με κάμη να υποψιαστώ πως υπόφερε. Έδειχνε πως φοβότανε κάπως εμέ ή την κρίση μου ή και τα δυο.

Πήγαινε κ' έστεκε κει πολύ πριν από την ώρα, που θα γύριζε ο μπαμπάς. Αδιάκοπα έβγαινε από τον κρυψώνα του και ρωτούσε: — Πιστεύεις πως θα φοβηθή ο μπαμπάς; Φυσικά η μαμά του έλεγε ναι και φυσικά ο Σβεν έμενε τρισευτυχισμένος με την ελπίδα αυτή.

Κάθε φορά που ήθελεν έβγει από το παλάτι της διά να υπάγη εις καμμίαν περιδιάβασιν έβγαινε ξέσκεπη εις το πρόσωπον· ο λαός δε οπόταν ήκουε πως έβγαινεν από το παλάτι της έτρεχαν εις πλήθος ωσάν τρελλοί και την ακολουθούσαν διά να την βλέπουν, και με τις βοές τους εφανέρωναν την μεγάλην επιθυμίαν που είχαν διά να την βλέπουν.

Τα πλειότερα σπίτια είναι ισόγεια, κι' είναι το ένα κοντά στα άλλο, και δεν χωρίζονται παρά από κανέναν κήπο. Τη βραδειά εκείνη από το χειμωνιάτικο σκοτάδι έφεγγαν οι θύρες και τα παράθυρά του. Η μεγάλη κοκκινωπή αναλαμπή, που έβγαινε μέσα από τα σπίτια, δεν είταν από τα πολλά λυχνάρια τους, αλλ' από τα ξηρά ξύλα, που έβαναν στη στια και για το ζέσταμα των ανθρώπων και για το φώτισμά τους αντάμα.

Το σπιτοκάλυβο της κάκως της Μήτραινας γέμισε κόσμο κι' αχολογούσε από φιλήματα, ευκές και καλωσορίσματα. Ο ουρανός είχε φέξει, κι' ο ήλιος έβγαινε πίσω από τα σύννεφα.