United States or Monaco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μον έλα κάντε εγώ ότι πω κι' όχι ας μην πει κανείς σας. 297 Καθήστε φάτε μια γωνιά στον κάμπο με τους λόχους, και βάλτε βάρδιες να φυλάν κι' όλοι τα μάτια δέκα, κι' άβριο άμα φέξει η χαραβγή όλοι οπλισμένοι τότες 303 μάχη θ' ανοίξουμε γερή στα βαθουλά καράβια. Τι!

Ναι ξέρω, μου το λέει αφτό αλάθεφτα η ψυχή μου, θα φέξει η μέραδεν αργείπου θα χαθεί η πατρίδα, κι' ο βασιλιάς ο Πρίαμος, κι' ο ξακουστός λαός του· μα δε μου σφάζει την καρδιά, των Τρώων σα λογιάζω 450 τα πάθια, ή και των δύστυχων γονιώνε μου, ούτε τόσο των αδερφών μου που πολλοί μες στα χρυσά τους νιάτα θα κυλιστούν στο αίμα τους σφαγμένοι από τους Αργίτες, όσο για σένα, όταν κανείς απ' των οχτρών τ' ασκέρι σε σέρνει σε πικρή σκλαβιά στα δάκρια βουτημένη. 455 Κι' άλλη ίσως, στ' Άργος όταν πας, να φαίνεις θα σε βάζει, και με τη στάμνα απ' την πηγή νερό θα πας να φέρνεις, άθελα, δόλια, μα σκληρή θα σε στανέβει ανάγκη.

Τι μου το λέει αλάθεφτα εμένα αφτό η ψυχή μου· θα φέξει η μέρα μια φορά που θα χαθεί κι' η Τροία κι' ο βασιλιάς ο Πρίαμος κι' ο ξακουστός λαός του, 165 κι' αφτούς του Κρόνου ατός του ο γιος, θυμό γιομάτος μ' όλους, τη σκοτεινή απ' τα σύγνεφα θαν τους τραντάει φουρτούνα, αφτού του δόλου παιδεφτής.

Τότε απαντά ο πολύπειρος και θεϊκός Δυσσέας «Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμέμνο, όχι, δε θέλει το θυμό να σβύσει, μον πιο ακόμα αφρίζει και περιφρονάει τα δώρα σου κι' εσένα. Μόνος σουχαιρετίσματα σου στέλνεινα κοιτάξεις 680 πώς να γλυτώσεις το στρατό και τα γοργά καράβια, και φοβερίζει πως αφτός στη θάλασσα, άμα φέξει, θα ρήξει τα καλόθρονα καράβια και θα φύγει.

Όμως κοντάρι ακόμα εσύ μην πιάσεις, πριν γυρίσω κι' εδώ με δουν τα μάτια σου· τι μόλις φέξει ο ήλιος, 135 πρωΐ πρωΐ στον Έλυμπο θα σύρω να σου φέρω αρματωσά απ' τον Ήφαιστο πανώρια δουλεμένη

Τήρα με δα πόσο κι' εγώ σφανταχτερός μεγάλος, πατέρας μ' έσπειρε άρχοντας, θεά 'χω αν θες και μάννα· ωστόσο τύχη ανήμερη με καρτεράει και χάρος. 110 Θα φέξει αβγούλα, ή δειλινή θα τύχει ή μεσημέρι, όταν κι' εμένα τη ζωή στη μάχη θα μου πάρουν ή με κοντάρι ή ρήχνοντας σαΐτα από δοξάρι

Έτσι έκανε πάντα, κι' ο παπάς, που ήξερε αυτή την αδυναμία της, της έδινε αντίδωρο πρώτα απ' όλους, κι' αυτή, παίρνοντας τ' αντίδωρο, βγήκε τρεχάτη από την εκκλησιά, κρατώντας στο χέρι το αδειανό το ροΐ, και τράβησε ίσια γιό το σπιτοκάλυβό της. Και το ότι δεν είχε φέξει καλά, όταν γύριζε, κι' η συννεφιά η βαρειά, που κρέμονταν στον αιθέρα, έκαναν τον ουρανό μαύρον και φόβιον.

Το σπιτοκάλυβο της κάκως της Μήτραινας γέμισε κόσμο κι' αχολογούσε από φιλήματα, ευκές και καλωσορίσματα. Ο ουρανός είχε φέξει, κι' ο ήλιος έβγαινε πίσω από τα σύννεφα.

Γονιό 'χω τον Πολύχτορα, γέρο εστιδά όπως είσαι, άρχοντα πλούσιο εφτά με γιους κι' εγώ το στερνοπαίδι· μα εμένα απ' τους εφτά ο λαχνός μούπεσε εδώ να σύρω. 400 Κι' ήρθα οχ τα πλοία τώρα εδώ στον κάμπο· τι άμα φέξει, θα πιάσει πόλεμο ο στρατός στο κάστρο γύρω πάλι, τι παν να σκάσουν κάθοντας, και πού ναν τους βαστάξουν οι στρατηγοί που πόλεμο διψούν τα παλικάρια

ΔΕΝ είχε ακόμα φέξει καλά-καλά τα Χριστούγεννα κι' η Τασιούλαινα, η ξακουσμένη νοικοκυρά του χωριού με τον μονάκριβο της τον Γεωργάκη, άντρα είκοσι πέντε χρονών, με μαύρο μουστάκι στριμμένο, άμα ήρθαν από την εκκλησιά, κάθησαν στο τραπέζι, πούχε απάνω μια μεγάλη απλάδα κουλάστρα, και μια γαβάθα με κόττα βραστή κι' ένα τεψί με τηγανίτες, σπάραγνα του μικρού Χριστού, ζεματισμένες με μέλι.