United States or Nicaragua ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σωκράτης Όταν λοιπόν ο ρήτωρ, ενώ αυτός δεν γνωρίζει την φύσιν του αγαθού και του κακού, εύρη τους συμπολίτας του ευρισκομένους εις την αυτήν άγνοιαν και τους συμβουλεύη, εγκώμια πλέκων, όχι περί όνου σκιάς ότι είναι ίππος, αλλά περί του κακού ότι είναι αγαθόν, και όταν, μελετήσας τας δοξασίας του κοινού λαού, τον πείση να πράττη κακά αντί αγαθών, ωσάν ποίον καρπόν νομίζεις ότι η ρητορική κατόπιν θα θερίση εκ των ιδεών τας οποίας έσπειρε;

Είπαν αφτά κι' ανέβηκαν στο σκαλισμένο αμάξι, κι' απάνου τράβηξαν, φωτιά γιομάτοι, στο Διομήδη· 240 Μον ο καμαρωμένος γιος του Καπανιά τους είδε και του Διομήδη λέει εφτύς δυο φτερωμένα λόγια «Διομήδη, του Τυδέα γιε, μυριάκριβό μου αδρέφι, άντρες διο βλέπω δυνατούς και τρέχουνε αφρισμένοι να σε βαρέσουν· σα βουνό έχουν αντριά κι' οι διο τους. 245 Ο ένας τους, σαΐτεφτής παράξος, καμαρώνει που του Λυκά 'ναι τάχα γιος· κι' ο άλλος, ο Αινείας, παινιέται πως τον έσπειρε ο ξακουστός Αχίσης, κι' έχει και μάνα λέει θεά, τη χρυσωπή Αφροδίτη.

Ό,τι έσπειρε τις εν αυτώ, εκαρποφόρει πενταπλασίως. Ήτο, ως να έκοπτέ τις τα φύλλα του δενδρυλλίου, εκάστοτε ότε εγένετο εξόφλησις κονδυλίου τινός, αλλ' η ρίζα έμενεν υπό την γην, μέλλουσα και πάλιν ν' αναβλαστήση. Ο κυρ-Μαργαρίτης εύρε παρευθύς τους δύο λογαριασμούς.

Διότι το έργον του Χριστού επί γης εστηρίζετο το πλείστον επί των μαθητών Του. Εκείνος έσπειρε το σπέρμα, ούτοι συνεκόμισαν τον θερισμόν. Εκείνος επέστρεψεν αυτούς και αυτοί τον κόσμον. Δεν είχε ποτε ομιλήσει φανερά περί του αξιώματός Του ως Μεσσίου.

Και το Δαιμόνιου προσθέτει ακόμη: — Είδες τους καρπούς, αλλά δεν είδες τας ρίζας του δένδρου, πόσον παραδόξως λιπαίνουσι το έδαφος. Και έδειξε προς εμέ Γεωργόν, όστις έσπειρε με την μίαν χείρα, και με τας δύο ταυτοχρόνως εθέριζε. — Ναι, λέγω· γόνιμον το έδαφος πρέπει να καθιστά αυτό το δένδρον. Και λέγω προς τον Γεωργόν: — Άνθρωπε, τυχηρέ και ευτυχή· σπείρεις βλέπω ολίγα, αλλά θερίζεις πολλά.

Ω γέρον, υιέ του Αιακού, το πιστεύω ότι έλαμψες εις τον πόλεμον των Λαπιθών και των Κενταύρων, και με το πλοίον την Αργώ επέρασες την αφιλόξενον θάλασσαν και τας αγρίας Συμπληγάδας, και όταν εις το Ίλιον πρώτην φοράν ο ένδοξος υιός του Διός, ο Ηρακλής, έσπειρε την σφαγήν, συ συνεμερίσθης τους άθλους του και έφθασες ένδοξος εις την Ευρώπην.

Ημείς κατεδικάσθημεν Άθλιοι, κοπιασμένοι, Πάντα να κατατρέχωμεν, Αλλά ποτέ δεν φθάνομεν Την ευτυχίαν. Όμως, διατί έαν έσπειρε Παντού εις την οικουμένην Την χαράν με την θλίψιν Του επουρανίου πατρός Το δίκαιον χέρει; Διατί κ' εδώ όπου μ' έρριψεν Εις την αέριον σφαίραν, Μίαν να μην εύρω τρέχουσαν Διά με, μόνην μίαν βρύσιν Παρηγορίας;

Όχι να περάση μα ούτε να ιδή μπορούσε τώρα ο Χαγάνος. Έδωκεπήρε με το κιάλι και τέλος το πέταξε στα μούτρα του δούλου του. Ο θυμός έβραζε στα στήθη του. Πίσω από τα κυπαρίσσια ο Θεομίσητος έκανε φοβερή δουλειά. Ισοτράφισε τα σύνορα· φύτεψε αμπέλι, έσπειρε σιτάρι, έχτισε λινό κ' επλακόστρωσε αλώνια σαν καλός νοικοκύρης. Σφήνα εμπήκε κ' ήθελε να χωρίση στα δυο τ' αρχοντικό.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ας πάη στην κατάρα του θεού, όποιος απ’ τ’ άγρια δεσμά ελύτρωσε τα πόδια μου τα τρυπημένα, ή μ’ έσωσε απ’ τον θάνατον χωρίς καλό με τούτο να μου κάμη. Γιατί τότε αν επέθαινα, δεν θα θλιβόνταν σήμερα οι φίλοι μου, κι εγώ δεν θα θλιβόμουν! ΧΟΡΟΣ Άμποτε να ’τον, όπως λες. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Έτσι δεν θα γινόμουνα φονιάς αυτού που μ’ έσπειρε, ούτε νυμφίον θα μ’ έκραζαν οι άνθρωποι της μάνας μου.

Στο χωράφι, όπου ενόμισε αυτός πως έσπειρε αγκάθια, εμείς κάναμε τον τρύγο μας κ' η συκιά που φύτεψε για να την απολαύσουμε είναι τόσον ξερή όσο ένα γαϊδουράγκαθο και πιο πικρή απ' αυτό. Για να μην ξέρη ποτέ η Ανθρωπότης πού πηγαίνει κατώρθωσε νάβρη το δρόμο της. ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Νομίζεις λοιπόν πως στον κύκλο της δράσεως ο συνειδητός σκοπός είναι μια απάτη; ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Κάτι χειρότερο από μιαν απάτη.