United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΖΕΥΣ. Ενθυμούμαι ότι πολλά τοιαύτα σου είπα τότε• συ δε τώρα λέγε τι επηκολούθησε, πώς σε υπεδέχθησαν κατ' αρχάς όταν έφθασες και τι σου έκαμαν τώρα.

Ή μήπως ανανδρότερος απ' όλους εγεννήθης κ' εδειλίασες κι' αρνήθηκες σ' αυτήν την ηλικία για του παιδιού σου την ζωή να χάσης τη δική σου, και μία ξένη αφήσατε για μένα να πεθάνη, που δίκαια την είχα εγώ πατέρα και μητέρα. Και όμως θα ήταν ο αγών ωραίος να πεθάνης για το παιδί σου, αφού έφθασες στο τέλος πια του βίου και δεν σου έμενε πολύς καιρός να ζήσης πλέον.

Διότι δεν εννοώ πώς τόσον εύκολα αφήνεις να σε σύρουν από την μύτην και πιστεύεις εις παν ό,τι σου λέγουν οι κόλακες, και έφθασες μάλιστα μέχρι του να πεισθής ότι ομοιάζεις με κάποιον βασιλέα, όπως ο ψευδαλέξανδρος και ο γναφεύς ο οποίος επέρασεν ως Φίλιππος και ο ψευδονέρων ο οποίος παρουσιάσθη προ ολίγων γενεών και άλλοι τους οποίους το ψεύδος έκαμε περιφήμους.

Εκάθησα εις έναν ίσκιον δύο πατήματα μακράν από αυτό, και εις το μεταξύ που αναπαυόμουν, ήκουσα αιφνιδίως μίαν φωνήν, που μου λέγει· υιέ του Αδάμ, εσύ έφθασες εδώ εις καλόν καιρόν διά εμένα και διά εσένα.

Και προς αυτόν απάντησι τότ' έδωκε ο Λαέρτης· «Αν ο Οδυσσέας έφθασες, τωόντι, το παιδί μου, κάποιο σημάδι φανερόν ειπέ μου να πιστεύσω».

Σωκράτης Λαμβάνεις σπουδαίως το πράγμα, Φαίδρε, διότι με τ' αστεία μου σου επείραξα τον παίδα τον οποίον αγαπάς και διά τούτο λοιπόν νομίζεις ότι αληθώς θα επιχειρήσω να είπω άλλο τι ποικιλώτερον, αφ' ό,τι σοφόν έχει γράψει ο Λυσίας; Φαίδρος Προκειμένου περί τούτου, φίλε μου, εις τας ομοίας με τας ιδικάς μου προσποιήσεις έφθασες. Πρέπει βεβαίως να ομιλήσης με κάθε τρόπον όπως μπορείς.

Διότι τώρα δα, οπού έφθασες ακριβώς επάνω εις την ουσίαν του ζητήματος, παρεξέκλινες έξαφνα και απεμακρύνθης από αυτό. Μίαν λέξιν εάν μου έλεγες ακόμη, αρκετά ήθελα καταλάβη πλέον από σε τι πράγμα είνε η ευσέβεια κατ' ουσίαν.

Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 165 «Γέρε, γι' αυτήν την είδησιν ούτε θα λάβης δώρο, ούτ' ο Οδυσσέας θα 'λθη πλειάτο σπίτι του, αλλά πίνε ήσυχα, και άλλο ας εύρουμε να ειπούμε καιτον νου μου τούτα μη φέρης, επειδή μου σχίζεται η καρδία, τον κύριόν μου τον καλόν οπόταν μου ενθυμίζουν. 170 αλλά τώρ' ας αφήσουμε τον όρκο, κ' είθε να 'λθη ο Οδυσσέας, ως ποθώ κ' εγώ και η Πηνελόπη, και ο θείος ο Τηλέμαχος και ο γέρος ο Λαέρτης, και πάλ' εις θλίψαις μ' έβαλεν ο γόνος του Οδυσσέα Τηλέμαχος, 'π', ως τρυφερό βλαστάρι αφού τον θρέψαν 175 οι αθάνατοι, και να φανήτους άνδραις είχα ελπίδα ως ο πατέρας του λαμπρόςτο σώμα καιτο κάλλος, κάποιος θεός ή και θνητός το λογικό του επήρε•την θείαν Πύλο βγήκε αυτός να μάθη του πατρός του άκουσμα, και τον καρτερούν οι θαυμαστοί μνηστήρες, 180 ως γέρνειτην πατρίδα του, όπως το θείον γένος και του Αρκεισίου τ' όνομα σβυσθούν απ' την Ιθάκη. πλην τώρ' ας τον αφήσουμεν, εκείν' είτε τον πιάσουν, ή φύγη, και το χέρι του γι' αυτόν σηκώση ο Δίας. άλλ' έλα, γέροντ', όλα σουεμέ να ειπής τα πάθη• 185 και τούτο ειπέ μου καθαρά, μ' αλήθεια να το μάθω, ποιος είσαι; πόθεν έρχεσαι; που η πόλις κ' οι γονείς σου; με ποιο καράβι εδώ 'φθασες; με ποιον τρόπον οι ναύταις εις την Ιθάκη σ' έφεραν, και ποιοι καυχώνταν 'που 'ναι; ότι εδώ πέρα συ πεζός δεν έφθασες πιστεύω». 190

Διότι αυτά εδώ δεν είναι ούτε του Έκτορος ούτε του Πριάμου, ούτε έχεις τον χρυσόν που είχες άλλοτε. Εδώ είναι πόλις Ελληνική. Εις τόσην αναίδειαν έφθασες, δυστυχισμένη, ώστε ετόλμησες να πάρης άνδρα εκείνον του οποίου ο πατέρας εσκότωσε τον σύζυγόν σου και έκαμες παιδιά με τον κύριόν σου. Έτσι είσθε σεις όλοι οι βάρβαροι.