United States or Qatar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όπως θέλεις την ανοίγεις· και ήτε μείνης, ήτε φύγης, πώς να σου εναντιοθώ; Παρηγόρα με καν σ' ένα, τον πιστό σου δούλο εμένα, που θερμότατα ποθώ. Όρκον Έρωτα σου κάνω, στης σαγίταις σου απάνω, όρκο μέγαν και φριχτό, Υποφέρω κάθε άλλη τυραννία σου μεγάλη, και ποτέ να μη κλαυτώ.

ΠΡΩΤ. Αλλ' εγώ δεν επιθυμώ την ζωήν, ω Πλούτων ποθώ να επανίδω την γυναίκα μου, την οποίαν αφήκα εις τον θάλαμον μόλις την ενυμφεύθηκα και έφυγα εις την εκστρατείαν, έπειτα δε ο δυστυχής εφονεύθην υπό του Έκτορος κατά την απόβασιν. Ο έρως της συζύγου, κύριε, με βασανίζει πολύ και θα ήθελα να την ίδω ολίγον και πάλιν να επιστρέψω. ΠΛΟΥΤ. Δεν έπιες το νερόν της λήθης, Πρωτεσίλαε;

Δύο εικόνες λαδωμέναι και φθαρμέναι υπήρχον μόνον εις το τέμπλον το σαπρόν, η μορφή του Σωτήρος Χριστού δεξιά, και αριστερά η εικών της αμνάδος του, της στρεφούσης προς αυτόν το πρόσωπον, και φαινομένης ως να έκραζε μεγάλη τη φωνή· «Σε, νυμφίε μου, ποθώΑι εικόνες της Παναγίας και του τιμίου Προδρόμου είχον γείνει άφαντοι.

Αψίκορος και συ, ως όλαι μας αι αδελφαί, ως όλαι της Εύας αι απόγονοι. Μόλις είδες την Λ ί μ ν η ν τ ο υ Κ ό μ ο υ, — και αμφιβάλλω αν την είδες καλά, διότι ουδεμίαν σχεδόν μου γράφεις περί αυτής λεπτομέρειαν, — μόλις ανέπνευσες την δρόσον των διαυγών της υδάτων, την οποίαν εγώ ματαίως ποθώ και ονειρεύομαι καθ' εσπέραν από της φλογεράς καμίνου των Αθηνών, μόλις απήλαυσες το θέαμα των πρασίνων οχθών της, και θέλεις πάλιν να φύγης, και σχεδιάζεις ταξείδια προς βορράν, και επιθυμείς κλίματα δροσερώτερα. Δροσερώτερα κλίματα! Είσαι τη αληθεία ανεκτίμητος. Δεν σε αρκεί λοιπόν η δρόσος της βορείου Ιταλίας, δεν σε φθάνει η ζωογόνος εκείνη αύρα, την οποίαν σου στέλλουν αι χιονοσκεπείς των Άλπεων κορυφαί, αλλά θέλεις άλλην, ακόμη δροσερωτέραν διαμονήν. Έπρεπε να σε είχα εδώ εις τας Αθήνας αυτάς τας ημέρας, και τότε να έβλεπα τι ήθελες ποθήσει! Τριάκοντα βαθμοί Ρεωμύρου εις την σκιάν, αγαπητή μου, ηξεύρεις τι θα ειπή; θα ειπή ένα βαθμόν περισσότερον από τα θερμά σου εκείνα λουτρά, τα οποία, ως ενθυμείσαι, σου επροξένουν σχεδόν λειποθυμίαν. Δεν ομιλώ περί του καύσωνος εν υπαίθρω, διότι δεν τον ησθάνθην και αποφεύγω να τον αισθανθώ. Ιδιαιτέραν κλίσιν προς τας καθέτους του ηλίου ακτίνας δεν έχω δόξα τω Θεώ, ουδέ ομοιάζω τον καλόν μας εκείνον φίλον, όστις εξήρχετο την μεσημβρίαν εις τας οδούς ασκεπής, και εμειδία παράδοξον οίκτου μειδίαμα προς τους φορούντας πίλον και κρατούντας αλεξήλιον. Άλλως τε και τίποτε δεν με αναγκάζει να εξέρχωμαι την ημέραν εις τας οδούς των Αθηνών· αφίνω τον Βουγάν και τα εμπορικά διά το εσπέρας, και λυπούμαι εκ βάθους καρδίας τας δυστυχείς εκείνας, τας οποίας βλέπω από τα παράθυρά μου περιφερομένας εις τα μαγαζιά εν μέση μεσημβρία διά μισήν πήχην κορδέλλα, ως πολλάκιςentre-nous εννοείται, — μου συνέβη και σου συνέβη. Λέγουσιν όμως, ότι ο υπό τον ήλιον καύσων των τριών τεσσάρων τελευταίων ημερών ήτο αληθής καμίνου πνοή· ότι εξ όσων τον περιεφρόνησαν μετενόησαν πολλοί, και ότι τινών μάλιστα εκ των τολμηροτέρων έπαθεν η υγείαάλλων, εννοείται, η σωματική και άλλων η πνευματική. Εις του καύσωνος τουλάχιστον την επίδρασιν αποδίδονται υπό των αρμοδίων έκτακτα τινά γεγονότα, οποία δεν συμβαίνουσι συνήθως εις τας ηρέμους και μονοτόνους Αθήνας, και των οποίων ήρωες — ή θύματα αν θέλειςήσαν ως επί το πλείστον ομόφυλοί μας. Ούτως εν παραδείγματι προχθές απεπειράθη, ως ήκουσα, τρυφερά τις νεάνις να αυτοκτονήση, λόγω μεν ότι η περιπαθής της καρδία, από καιρού ήδη ψάλλουσα μόνη, δεν κατώρθονε να ψάλη εν δυωδία, πράγματι όμως, ως έμαθον, διότι την προτεραίαν επί τέσσαρας όλας ώρας είχε περιέλθει τας οδούς Αιόλου και Ερμού, διά να εύρη κομβία αρμόζοντα εις το μακρόν corsage της

Πώς λοιπόν τουτ’ αφίνοντας να ποθώ άλλα; Ποτέ νους καλοστόχαστος κακός δεν είναι° αλλ’ ούτε βασιλέας ποτέ θέλω να γείνω, ούτε θα καλοτύχιζα, κι αν προσπαθούσα μ’ άλλους μαζί να πάρω σου τη βασιλεία. Εις το μαντείον πήγαινε καλά να μάθης, αν τον χρησμόν σού άλλαξα και δεν τον είπα όπως τον πήρα.

Και η Σμάλτω εν τη παραζάλη της, μη έχουσα αλλού να εκσπάση την οργήν της κ' εν τω πόθω της προς ευρυτέραν τροπήν των σκέψεων της, επετίθετο κατ' αυτής και την εκτύπα διά των χειρών, επί του τοίχου πολλάκις, μετά σκληρότητος. — Κακοκέφαλο. . . . εσύ τα φταις!. .

ΑΛΟΝΖ. Ποθώ δυνατά ν' ακούσω την ιστορία της ζωής σου. Πρέπει να δένη θαυμάσια την ακοή. ΠΡΟΣΠ. Θα τα φανερώσω όλα· και σας τάζω ατάραχη τη θάλασσα, δεξιούς τους ανέμους, και τόσο καλό το αρμένισμα, να προφθάσουμε τον βασιλικόν στόλον σου, πού εμάκρυνε πέρα. — Άριελ μου, πουλάκι μου, αυτό είναι έργον σου· ύστερα, με τα στοιχεία· μείν' ελεύθερος, και χαίρου! Παρακαλώ, σίμωσ' εδώ.

Εάν έλεγα εις αυτούς ευθύς εξ αρχής διατί ήλθομεν, υποθέτω ότι η αρετή των θα αντήχει ως ασπίς χαλκίνη υπό κτύπημα ροπάλου. Και δεν ετόλμησα! Ο Βινίκιος, κύπτων την κεφαλήν, έμεινε προς στιγμήν σιωπηλός· κατόπιν είπε: — Την επόθουν· τώρα την ποθώ περισσότερον. Πρέπει να γείνη ιδική μου. Πρέπει να την αποκτήσω. Ήλθα να σου ζητήσω συμβουλήν.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τι λες; Καλά γνωρίζοντας τα πάντα κρύβεις; Μας καταστρέφεις, μα το ναι, και μας προδίδεις. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Τον εαυτό μου δεν ποθώ και σε να θλίψω. Τι λοιπόν μάταια μ’ ερωτάς και μ’ εξετάζεις, αφού είναι αδύνατο από μέ κάτι να μάθης; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω ελεεινότατε άνθρωπε, που κ’ έναν βράχον μπορείς να οργίσης, δεν θα πης ό, τι ρωτούμε, αλλά έτσι αδάκρυτος, αλύγιστος θα μείνης;

Αλλ' όχι, φύγετε μακράν... ποθώ να ησυχάσω από κτηνώδη πάθη... μακράν μου πριν εκνευρισθώ και πριν της ώρας χάσω ταυγά με το καλάθι. Σεις ειμπορείτε, γύναια, ν' αρπάσετε το δόρυ κι' από τον Τελαμώνιον, και να γενούν τα σκέλη του ωσάν κονδυλοφόροι προς αίσχος σας αιώνιον.