United States or Uzbekistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εστάθη υπερβολική η αγαλλίασίς μου, όταν εσυναπάντησα τον σκλάβον. Ακριβέ μου φίλε, του είπα χαρίζοντάς του ένα δαχτυλίδιον πολύτιμον, φανέρωσέ μου την κατάστασίν της Γαντζάδας, η οποία πάντα μου εστάθη ακριβή, με όλα εκείνα που μου έκαμεν· ευρίσκεται αυτή εις την ίδιαν στάσιν που την αφήκα; Όχι, ω αυθέντη μου, απεκρίθη ο σκλάβος· τα πράγματά της εμεταβάλθηκαν πολύ εδώ και δύο μήνες.

ΑΝΤ. Και εγώ όταν κατέβαινα, δεν ανεμίχθην καθόλου με τους άλλους, αλλά τους αφήκα να κλαίουν και προτρέξας εισήλθα εις το πλοίον και κατέλαβα θέσιν διά να ταξειδεύσω με άνεσιν• κατά δε το ταξείδι οι μεν άλλοι έκλαιαν και ξερνούσαν, εγώ δε διεσκέδαζα με αυτούς.

Στην πλάκα του τάφου του Verlaine, γυμνή και μαύρη, απ' τη δόξα, στην πλάκα του τάφου του αφήκα ένα μικρό τριαντάφυλλο. Ήταν η πόλη σταχτιά, οι λεύκες του Παρισιού γυμνές, η ψυχή μου βαρειά. Άνεμοι της νύχτας! Όταν θα χορέψετε απόψε στο κοιμητήρι των Batignollesμη μου σβύσετε, παρακαλώ σας, την απαλή φλόγα της θυσίας, το τριαντάφυλλο, που το άναψαστης ανησυχίες του! Παρίσι, 1909.

ΔΙΟΓ. Ναι, ενθυμούμαι ότι αυτόν τον πλούτον εκληρονόμησα από τον Αντισθένην και εις εσέ αφήκα έτι περισσότερα. ΚΡΑΤ. Οι άλλοι όμως δεν απέδιδαν σημασίαν εις αυτά τα κτήματα και κανείς δεν μας επεριποιείτο με την ελπίδα της κληρονομίας, αλλ' όλοι απέβλεπαν εις το χρήμα. ΔΙΟΓ. Ευλόγως, διότι δεν είχαν πού να φυλάξουν τα δικά μας αγαθά.

Κ' έκαμε να σηκωθή, πιάνοντας με το δεξί χέρι της τη μέση και με τ' άλλο ακουμπώντας στο κοτρώνι που κάθονταν. Μα δεν την άφηκα, για ναρθή στα ύπατά της, καλλίτερα.

ΛΑΜΠ. Καλά, τι άλλο; Διότι όλα τα αφήκα, ως βλέπεις. ΕΡΜ. Και την σκληρότητα και την μωρίαν και το θράσος και την οργήν, και αυτά να ταφήσης. ΛΑΜΠ. Ιδού είμαι γυμνός κατά το θέλημά σου. ΕΡΜ. Πήγαινε τώρα μέσα. Συ δε ο παχύς με τας πολλάς σάρκας ποίος είσαι; ΔΑΜ. Δαμασίας ο αθλητής. ΕΡΜ. Ναι, φαίνεσαι• σε αναγνωρίζω, διότι σε είδα πολλάκις εις τας παλαίστρας. ΔΑΜ. Μάλιστα, ω Ερμή.

Αλλ' όταν απομακρυνθείς τους αφήκα εις την οδόν Πανεπιστημίου, η μελαγχολία και οι φόβοι τούς είχον κυριεύσει εκ νέου και ένας εξ αυτών έλεγε: — Φαντάσου όμως να σ' αφήσουν στην ίδια τάξι! Με τι μούτρα θα πας να το πης του μπαμπά; Επεθύμουν να ήμουν εις την ηλικίαν των, αλλά χωρίς να έχω τας εξετάσεις των. Συμβαίνει ενίοτε να βλέπω καθ' ύπνον ότι δίδω εξετάσεις και με κόβει κρύος ιδρώς.

Αλλ' η πρόσφατος έλευσις εμού, όστις δεν είχον ιδή το φρικτόν εκείνο δράμα εκ του πλησίον, ανέξανε τας μόλις ουλωθείσας πληγάς της ταλαίνης. Η εμή παρουσία καθίστα την απώλειαν του μακαρίτου πολύ μάλλον επαισθητοτέραν, διότι, καθώς έλεγεν η μήτηρ μου δικαίως, εφαίνετο πλέον πως η χαρά μας δεν ημπορούσε να είναι σωστή. Τόσον ολίγους που τους αφήκα τους ιδικούς μου, τους εύρισκον ολιγωτέρους.

Κ' έκαμε να σηκωθή, πιάνοντας με το δεξί χέρι της τη μέση και με τ' άλλο ακουμπώντας στο κοτρώνι που κάθονταν. Μα δεν την άφηκα, για ναρθή στα ύπατά της καλλίτερα.

Πλην τέλος λέγω: «Τι ζητείς » Μεςτο βαθύ σκοτάδι; « Μανούλα μου, το μνήμα του » Αφίνει ο πεθαμένος;» » — Κι' όμως εγώ για σένανε, » Για σένανε, παιδί μου, » Αυτή την ώρα, τέκνο μου, » Τ' αφήκα. — » Η φωνή μου Και πάλι τότ' εσβύσθηκε, Μένω βουβός, σκιαγμένος.