Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025
Εκείνος δε ο οποίος δεν πιστεύει εις τανωτέρω, άν ποτε μεταβή και αυτός εκεί θα μάθη ότι λέγω την αλήθειαν. Τότε λοιπόν αποχαιρετήσαντες τον βασιλέα και τους περί αυτόν, επέβημεν εις το πλοίον μας και απεπλεύσαμεν• εις εμέ δε εδώρησεν ο Ενδυμίων δύο υάλινα υποκάμισα και πέντε χάλκινα, προσέτι δε πανοπλίαν από φλοιούς λουμπίνων, τα οποία όλα αφήκα εντός του κήτους.
Έτσι τ' αφήκα, κι' ήρθα εδώ πεζός, κι' απ' το δοξάρι όλπιζα· μα από 'φτό καλό τα μάτια μου δεν είδαν. 205 Σε διο απ' τους πρώτους έρηξα ως τώρα, στο Διομήδη και το Μενέλα, και τους διο τους βρήκα, κι' αίμα μάβρο τους έβγαλα, μα πιο πολύ τους πύρωσα μονάχα.
Ούτω, χαίρουσα καν ότι δεν εγκατέλειπον εντελώς τας αδελφάς μου, αφήκα την κοιτίδα της βρεφικής μου ηλικίας, και μετέβην εις τους κόλπους του κυρίου εκείνου, όστις υπόπτερος και χαίρων εξήλθεν εις την οδόν. Εννοείται ότι ανέπνευσα κάπως ελευθερώτερον ή υπό την φοβεράν εκείνην στιβάδα, υφ' ην διετέλεσα ολόκληρον νύκτα.
Και σα σηκωθήκαμ' από το τραπέζι και καλοστρωθήκαμε, άρχισε και μας έλεγε. «Είμουν ως δεκάξη χρονών όταν πρωτομίσεψ' από το χωριό μας. Αφήκα εκεί μάννα και μιαν αδερφή.
Ακούσας ταύτα, την αφήκα δεμένην και αναβάς εις την στέγην εφώναζα και εκάλουν τους συντρόφους μου. Όταν δε ούτοι ήλθαν, διηγήθην τα πάντα, έδειξα εις αυτούς τα οστά και τους ωδήγησα μέσα προς την δεμένην γυναίκα. Αυτή όμως μετεβλήθη αμέσως εις νερόν και εξηφανίσθη. Τότε εγώ εβύθισα το ξίφος μου εις το νερόν διά να ίδω τι θα συνέβαινε• και το νερόν έγεινεν αίμα.
Μα τώρα εγώ κανένα τους δε βλέπω να προβάλλει, 475 μόνε ζαρώνουν σα σκυλιά τριγύρω σε λιοντάρι, κι' εδώ όλοι εμείς, όσοι είμαστε βοηθοί σας, πολεμάμε. Τι είμαι κι' εγώ βοηθός εδώ κι' από πολύ ήρθα αλάργα. Τι αλάργα βρίσκεται η Λυκιά πας στο χοχλάτο Ξάνθο, κι' εκεί 'να γόρι ανήλικο και νια άφηκα γυναίκα, 480 και βιος μεγάλο π' ο καθείς το λαχταρά αν δεν τόχει.
Αν τήνε πάρη ο Μανώλης θάνε κοι δυο παιδιά μου. Αν πάρη άλλη, θα κάμω παιδί μου την Πηγή κι' αυτόν αποπαίδι. — Εμείς ελεημοσύνη δε θέμε, εμουρμούρισεν ο Θωμάς, μόνο προσπάθηξε να τον ανεμαζώξης τον προκομένο σου, γιατί δεν τρώεται μπλειο. — Είντα να του κάμω; Να τόνε σκοτώσω; Ό,τι μπόρουνα τώκαμα κεδά τον αφήκα στο Θεό κι' αυτός ας τόνε φωτίση.
Τα παιδιά με περιεκύκλωσαν φιλοφρόνως και με ωδήγησαν εις καλύβην εκεί πλησίον, όπου με υπεδέχθη μητρικώς γραία χωρική. Ήμην κατάκοπος, δεν είχα κοιμηθή όλην την νύκτα επί του ατμοπλοίου. Αφήκα εντός της καλύβης τον σάκκον και το όπλον μου και εξηπλώθην υπό την σκιάν ελαίας. Εκοιμώμην βαρέως, ότε ησθάνθην τον βραχίονά μου σειόμενον ελαφρώς. Ήνοιξα τους οφθαλμούς μη ενθυμούμενος πού ευρίσκομαι.
Ήρχισε δε και από την Αιθιοπίαν ο λοιμός αυτού, όπως του Θουκυδίδου, και εκείθεν κατέβη εις την Αίγυπτον και μετεδόθη εις το μεγαλείτερον μέρος της χώρας, ήτις ανήκει εις τον βασιλέα της Περσίας, ευτυχώς δε έμεινεν εκεί. Εγώ λοιπόν τον αφήκα να θάπτη τους δυστυχείς Αθηναίους εις την Νίσιβιν και ανεχώρησα, γνωρίζων εντελώς και όσα μετά την αναχώρησίν μου έμελλε να είπη.
Τι είκοσι χρόνια πέρασαν ως τώρα που μαζί του 765 πήρα από κει τα μάτια μου κι' αφήκα την πατρίδα, μα ακόμα λόγο ή προσβολή δεν άκουσα πικρό σου· μα κι' άλλος να με μάλωνε στον πύργο, θες κουνιάδος θες συνυφάδα μου ή κουνιά θες τάχα η πεθερά μου — μα ο πεθερός γλυκόλογος λες σαν πατέρας πάντα — 770 εσύ με μια σου συμβουλή τη γνώμη τους γυρνούσες.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν