Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Σαν το πουλί τριγύρω στο φείδι στρεφογυρίζει ο νους μου. Αχ, και να είταν ο Χάρος αυτό το φείδι! Είνε ο πόνος, ανάθεμά τον, ο πόνος! Ο κόσμος όλος πεθαίνει, κι αυτός βασιλεύει. Να τους σκοτώσω, θα πης! Να τους σκοτώσω, να βουβαθούν αυτές οι χαρές. Ψεύτρα, παρηγοριά! Που σκοτώνει του αλλονού τη χαρά, ζωντανεύει τον πόνο του. Απελπισιά, απελπισιά, και τίποτις άλλο. Αυτή θα είνε η αγάπη μου εμένα.
ΙΩΝ Μήπως κ' εγώ δεν θέλησα για να σκοτώσω εσένα; ΚΡΕΟΥΣΑ Και τότε η τύχη ήταν σκληρή και τώρα είνε το ίδιο• κυλιόμαστε κάθε φορά απ' τη χαρά στη λύπη, κι αλλάζουνε οι άνεμοι. Η περασμένες φθάνουν η δυστυχίες, ως εδώ! Και τώρα, ώ παιδί μου, άνεμος ήλθε βοηθός που απ' το κακό μας βγάζει. ΧΟΡΟΣ Απ' όσα βγαίνουν τώρα, κανείς ας μη νομίση πως δεν θαρθή κ' η ώρα που η τύχη θα γυρίση.
Λυπήθη ο Τριστάνος και είπε: «Θα δοκιμάσω. Δεν μου κάνει καρδιά να τον σκοτώσω!» Σε λίγο, ο Τριστάνος βγαίνει στο κυνήγι, ξεπετάει ένα ζαρκάδι, και το πληγώνει μ' ένα βέλος. Το λαγωνικό θέλει να τρέξη πίσω του και γαυγίζει τόσο δυνατά που όλο το δάσος αντιλαλεί. Ο Τριστάνος, χτυπώντας, το κάνει να σωπάση.
Κ' εδά μπλειο, με τη βαροκάρδισι απού τούχω, αν κάνω πως του μιλώ και μ' αντιλοήση, θα τόνε σκοτώσω και δε θέλω να κάμω τέτοιο μεγάλο κρίμα. Μόνο να κάμετε τουλόγου σας, χωριανοί, ό,τι θέλετε. Πιάστε τονε οι φρονιμότεροι και μιλήσετέ του, φοβερίσετέ τονε και με το Μουντίρη· και σα δεν ακούση, δε με γνοιάζει και να τόνε σκοτώσετε.
Ήτο ο Στρατής, πραγματικός τώρα και φοβερός με το τουφέκι το οποίον εκράτει και διηύθυνε κατά του Μανώλη. Αλλ' η Πηγή, την οποίαν είχαν αφήσει παραλύσαντες οι βραχίονες του Μανώλη, εστάθη προ αυτού. Προς στιγμήν ο Στρατής εταλαντεύθη αν έπρεπε να τους πυροβολήση και τους δύο. Έπειτα εφώναξε προς την αδελφήν του: — Φύγε, μωρή, να μη σε σκοτώσω και σένα!
Αλλ' εις απάντησιν ο Πατούχας ύψωσε τον φοβερόν του πόδα, έτοιμος να την εκδιώξη με λάκτισμα: — Φύγε σου λέω, διάλε τσ' απεθαμένους σου να μη σε σκοτώσω! Η χήρα αφού τον ητένισε με παρατεταμένον βλέμμα, εις το οποίον έτρεμε μία τελευταία ελπίς, εστέναξε και ο αναστεναγμός εξήλθεν από τα στήθη της ως οιμωγή. Έπειτα επροχώρησε προς την θύραν και εξήλθεν.
Το Τελώνιον κρατώντας πάντοτε το σπαθί γυμνόν έλαβεν ολίγην υπομονήν έως που ο δυστυχής πραγματευτής να τελειώση τους θρήνους του, και λέγει του· όλα αυτά τα θλιβερά λόγια σου δεν αξίζουν τίποτε, εσύ εσκότωσες τον υιόν μου, πρέπει εγώ να σε σκοτώσω, έτσι απεφάσισα... Τελειώνοντας τούτους τους λόγους η Χαλιμά και ηξεύροντας ότι ο βασιλεύς συνηθίζει να σηκώνεται ενωρίς να προσκυνήση και ύστερα να υπάγη εις το συμβούλιόν του εσιώπησε.
Και τις φρικτές εγώ κατάρες είμαι απάνω μου πού ’ριξα,. κανένας άλλος του βασιλέως δεν εμόλυνε τη γυναίκα! Κακός εγώ κι ακάθαρτος έχω φυτρώσει, πρέπει να φύγω, ανάξιος είμαι να βλέπω τους εδικούς μου, αλλοιώτικα μέλλω να γείνω σύζυγος της μητέρας μου και να σκοτώσω τον Πόλυβο που μ’ έκανε κι ανάθρεψέ με.
Είταν ασάλευτος, και τα στήθια του ματωμένα. Είταν πεθαμμένος ο ακριβός μου! Και καθώς που στέκουμουν και τον έβλεπα, ξερή σαν την πέτρα, έρχουνται πάλι και με τραβούνε μέσα οι σκύλοι. Φοβηθήκανε μην τους ξεφύγω. Εμένα τώρα με βασανίζανε δυο στοχασμοί. Ο ένας να γλυτώσω το γέρο, ο άλλος, &να σκοτώσω& τους φονιάδες του Γιώργη μου. Αυτοί οι Τούρκοι είταν ξένοι. Δε μας ήξεραν.
Αν τήνε πάρη ο Μανώλης θάνε κοι δυο παιδιά μου. Αν πάρη άλλη, θα κάμω παιδί μου την Πηγή κι' αυτόν αποπαίδι. — Εμείς ελεημοσύνη δε θέμε, εμουρμούρισεν ο Θωμάς, μόνο προσπάθηξε να τον ανεμαζώξης τον προκομένο σου, γιατί δεν τρώεται μπλειο. — Είντα να του κάμω; Να τόνε σκοτώσω; Ό,τι μπόρουνα τώκαμα κεδά τον αφήκα στο Θεό κι' αυτός ας τόνε φωτίση.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν