United States or North Macedonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αύριον αναχωρώ απ' εδώ και, επειδή ο τόπος της γεννήσεώς μου μόνον έξ μίλλια απέχει από το δρόμο μου, θέλω να τον ξαναδώ, θέλω να θυμηθώ τις παληές, ευτυχώς σα σε όνειρο περασμένες, ημέρες. Από την ίδια πόλη θέλω να μπω, από την οποίαν εβγήκε μαζί μου η μητέρα μου στ' αμάξι, ότε μετά τον θάνατό του πατέρα μου εγκατέλειψε τον αγαπητό μας τόπο, για να κατακλεισθή εις την ανυπόφορη πόλη της.

Όλ' αυτά τι άλλο σήμαιναν παρά πως ο Ιουστινιανός δεν ονειρεύουνταν ανατολικό κράτος καθώς οι προκάτοχοι του, παρά ρωμαϊκή κοσμοκρατορία, και πως για να καταφέρη το σκοπό του θυσίαζε της Ανατολής τα συφέροντα, αναποδογυρίζοντας χρόνων και χρόνων πολιτική; Δεν κατόρθωσε όμως μήτε ο Ιουστινιανός, μήτε κανένας του μεγάλος βοηθός να σταματήση το φυσικό δρόμο που είχανε δοσμένο στο κράτος οι περασμένες οι γενεές.

Πες της να θυμηθή της περασμένες μας χαρές, της μεγάλες λύπες, τους μεγάλους πόνους, και της χαρές, και της πίκρες της άδολης και τρυφερής μας αγάπης· να θυμηθή το μαγεμένο κρασί που μαζύ ήπιαμε στη θάλασσα· να θυμηθή τον όρκο που της έδωσα ότι μόνον αυτή θ' αγαπώ. Εκράτησα την υπόσχεσί μουΠίσω από τον τοίχο, η Ιζόλδη με τα Λευκά Χέρια άκουσε αυτά τα λόγια. Σχεδόν ελιποθύμησε.

Μας έχει σφιχτά αλυσσοδεμένους το πάθος, η περασμένες τρέλλες, το μεθύσι της αγάπης. Της ψυχές μας της έχει σφραγίσει ένας κοινός πόθος, μια κοινή δίψα, κάτι που ένα χρόνο τώρα προσπάθησα να σβύσω εις άλλον έρωτα, εις ένα ευγενή έρωτα... και δεν το κατώρθωσα! Δικός μου πάντα. Τι χαρά! Κ ώ σ τ α ς. Πώς σε ποθούσα και τι υπέφερα, όταν εσυλλογιζόμουν ότι άλλος...Τι δεν έκαμα για να σε ξεχάσω.

ΙΩΝ Μήπως κ' εγώ δεν θέλησα για να σκοτώσω εσένα; ΚΡΕΟΥΣΑ Και τότε η τύχη ήταν σκληρή και τώρα είνε το ίδιο• κυλιόμαστε κάθε φορά απ' τη χαρά στη λύπη, κι αλλάζουνε οι άνεμοι. Η περασμένες φθάνουν η δυστυχίες, ως εδώ! Και τώρα, ώ παιδί μου, άνεμος ήλθε βοηθός που απ' το κακό μας βγάζει. ΧΟΡΟΣ Απ' όσα βγαίνουν τώρα, κανείς ας μη νομίση πως δεν θαρθή κ' η ώρα που η τύχη θα γυρίση.

Ολόγυρα κρέμονταν από σιδερένια καρφιά κι από πουρναρένια παλούκια μπηγμένα μέσα στους τοίχους σχισμένα και καταλερωμένα ράσα, δυο μεγάλες λαγύνες απ' ασπρόχωμα, μια φοβερή πλόσκα χαλκωματένια γιομάτη από λάδι και τότε γλήγωρα καλαλισμένη, δώδεκα αραδιαστές σκορδαρμάθες περασμένες απάνω σε καπνισμένη δοκάρα κ' ένα ζευγάρι δεκανίκια από κρανιά.

Μου ήρθε να ορκιστώ τότε στο όνομά της, πως θα κάνω κάτι για το γένος μου· και μόνον αργότερα συλλογίστηκα πως δεν μπορώ να κάμω, παρά μόνον ό,τι μ π ο ρ ώ, και τότε χάθηκα στην απελπισία της αδυναμίας μου και ήμουν κατάκαρδα κουρασμένος. Γεμάτο πίκρα είναι το πρώτο αντίκρυσμα της Πόλης. Μα ο πλούτος της βράζει μέσα μου. Πού είναι η φτώχεια και ξεραΐλα που μ' έδερναν τις περασμένες, όταν ταξίδευα!

Στο Τινταγκέλ, ο Βασιληάς την τιμάει και την υπηρετεί. Ζη μέσα στη χαρά. Βέβαια το κουδουνάκι του μαγεμένου σκυλλιού τάκαμε αυτά. Με ξεχνάει, και λίγο τη μέλει για της περασμένες χαρές και λύπες, λίγο την μέλει για το δυστυχισμένο που περιπλανιέται σ' αυτόν τον καταστραμμένο τόπο, Κ' εγώ λοιπόν δε θα ξεχάσω ποτέ κείνη που με ξεχνάει; Ποτέ δε θα βρω κάποια που να γιατρέψη τη λύπη μου

Αι καλά· σώπα πια· θα ιδώ τόρα να πιστέψω· κ' εσταματήσαμε παράμερα από τους μακελάρηδες. Η μεγάλη δίπλα η ξερολιά, — ξερή γιατί ποτίζεται χρόνια τόρα μ' αίμα, — με δυο τρεις θηλιές απ αργασμένα βούνεβρα στις χοντρές κλάδες της απάνω περασμένες, και το τσιγκέλι στην άκρη καθεμιά τους κάτω, ήταν ακέρια τζελαλατίνα τω βοδιών. Ήταν τρεις οι μακελάρηδες. Άγριοι, λεροί κι αλλαξοπρόσωποι.

ΑΛΟΝΖ. Η οποία έγινε θυγατέρα μου. Αλλά πόσο θέλει φανή παράδοξο, πως πρέπει να ζητήσω συγχώρεση της θυγατέρας μου! ΠΡΟΣΠ. Κύριε, πάψε. Ας μη βαρύνουμε την ενθύμησή μας με θλίψες περασμένες. ΓΟΝΖ. Εγώ έκλαια μέσα μου· για τούτο εσώπαινα έως τώρα. Σκύψετε, θεοί, και απάνω των δύο κατεβάσετε στεφάνι ευλογημένο· γιατί σεις εγράψετε το δρόμο, οπού μας έφερ' εδώ. ΑΛΟΝΖ. Γένοιτο, λέγω κ' εγώ, Γονζάλε!