United States or Saint Pierre and Miquelon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να μην το πης κανενόςΓιατί, αν τόλεγα, θα το μάθαινε Εκείνος! Σώπα, σώπα! Να μην ακούσω τη φωνή σου. Αν ακούσω τη φωνή σου, μπορεί πάλε να σε πιστέψω, και δε θέλω. Και δεν πρέπει να σε πιστέψω. «Τι αξίζω, να με πάρης γυναίκαΝαι! Τι αξίζεις; Τώρα το ξέρω τι αξίζεις, γιατί το είδα. Ποιος είχε δίκιο; Ο Καρλής, πάντα ο Καρλής. Μαζί μου ή και με κανέναν άλλο, το ίδιο της είναι.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Και πώς, κυρά σοφία μου; Τα λόγια σου ολίγα, ή πήγαινε να φλυαρής με ταις συντέκνισσαίς σου. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Δεν είπα τίποτε κακόν. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Να κάμνης την δουλειάν σου. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Κανείς μιαν λέξιν να ειπή εμποδισμένον είναι; ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Σώπα, κομμένη κεφαλή! Σου είπα να πηγαίνης να λέγης ταις σοφίαις σου εις ταις συντέκνισσαίς σου. Εδώ δεν μας χρειάζονται. ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Παρά πολύ ανάπτεις.

Σώπα, σώπα, ανεφώνησεν η Μαργή έξαλλος, να μη σακούω!.. — Είνε ο καλλίτερος νέος του χωριού, επέμεινεν η χήρα. — Είνε το καλλίτερο βούι του χωριού. Για να με σκάσης πολεμάς; — Εκείνο που σου λέω 'γώ, είπεν η Καλιώ, πεισμώνουσα εκ της αντιλογίας. Κατέχεις εσύ ποιος είν' ο καλός και ποιος ο κακός; Κιώμορφος είνε, και νοικοκυρόπουλό 'νε ...

Κάτι πολλά ρωτάς, κυρά, μας σκότισες· είπε λαβούσα τον λόγον η Δημητρούλα, η κόρη της Γιάνναινας. — Σώπα συ, την επέπληξεν η μάνα της. — Θέλω να τον περιμένω εδώ, ως που νάρθη, είπεν η ξένη. Αι γυναίκες δεν απήντησαν. — Εγώ είμ' εξαδέλφη του, προσέθηκεν η νεωστί ελθούσα. — Δεν μας μέλει πως είσαι ξαδέρφη του, εμορμύρισεν η Δημητρούλα. — Τι είπες, κυρά; — Τίποτε.

Σώπα, γειτόνισσα! Μου το είπες κι' άλλη φορά. Σώπα. Εγώ σου είπα πολλές φορές, τα μάγια δεν τα πιστεύω. Τα μάγια είνε ψευτιές για να ψευτοπερνούν μερικοίτον ψεύτικο κόσμο. Είπεν η Γερακούλα κ' έρριψεν αίφνης το πλήρες ελπίδων βλέμμα της εις τας τέσσαρας θυγατέρας της. Είχον σταθή εις την κορυφήν του τελευταίου λόφου να ίδουν την ανατολήν του ηλίου.

Άδεια δεν είναι η καρδιά που δεν αντιβουίζει με κούφια λόγια! ΛΗΡ Σώπα, Κεντ, αν θέλης την ζωήν σου! ΚΕΝΤ Δεν την εψήφησα ποτέ εμπρός εις τους εχθρούς σου, κι' ούτε ποτέ θα φοβηθώ μη τύχη και την χάσω, ενόσω τρέχεις κίνδυνον εσύ! ΛΗΡ Να μη σε βλέπω! ΚΕΝΤ. Ω! άνοιξε καλλίτερα τα 'μάτια, κι' άφησέ με να μ' έχη πάντοτε, ω Ληρ, το βλέμμα σου σημάδι. ΛΗΡ Τώρα, μα τον Απόλλωνα...

Σώπα, να κάμωμε σεριάνι! — Βρε κατεργαρέοι! βροντοφωνεί αίφνης εγειρόμενος και πάλλων την μαγκούραν του γιγαντόσωμος και ευρύστερνος κομματάρχης, εσείς δεν έχετε ψήφο! Τι θέλετ' εδώ; έξω γλήγορα, να μη σας αργάσω το τομάρι!

Ο δε γέρων δεν ησύχαζεν, αλλ' εξηκολούθει να της λέγη, άλλοτε μεν ότι θα κρυώση κάτω εις την υγρασίαν, άλλοτε δε ότι αυτός συνήθισεν εκεί με τους ποντικούς θέλει να τους έχη συντροφιά, καθώς τους έχει και εις το Κοτρόνι. Και ενίοτε ήρχετο εις τα ψυχρά χείλη του και καμμία παρηγοριά, ανάμικτος όμως με την επιθυμίαν του: — Σώπα, κόρη μου, σώπα και ανέβα επάνω!

Και τι θαρρείς; Είνετο χέρι μας; Αυτά είνε του Θεού. Όποιος πιστεύει εις τον Θεόν, αυτός ελπίζει. Ποτέ μου, γειτόνισσα, δεν απελπίσθηκα. Τα κορίτσια μου είνε του Θεού. Ο Θεός γνωρίζει πώς θα τα οικονομήση. Σώπα, γιατί τώχω σε κακό μου να μου κόπτουν την ελπίδα. Όποιος κόπτει την ελπίδα από τον άλλον, του κόπτει την ζωήν. Τα κορίτσια μου είνε του Θεού. — Αμ' δεν είνε του Θεού!

Έως ότου ήλθεν εις το χωρίον ο πρώτος επίσημος εκ του Πανεπιστημίου δικηγόρος, ένας ζωηρός και ροδοκόκκινος έφηβος, όλος καρδιά και γεμάτος ειλικρίνειαν και αγαθότητα, όστις την εβεβαίωσε πλέον την γραίαν. — Σώπα, θειά Ζωίτσα, μη φοβάσαι. — Του Χριστού την ευχίτσα να έχης γυιόκα μ'! του Χριστού την ευχή και της Παναγίας γυιέ μ'! Έκτοτε περιωρίσθησαν και ο δικολάβος και ο δανειστής.