United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ετούτο το παράδοξον θέαμα, δεν επροξένησεν ολίγην λύπην εις τον βασιλέα, μα ό,τι λογής και αν ήτον ο πόνος του διά τον χαμόν του υιού του, ενθυμήθη εν τω άμα το τάξιμον που έκαμε, και εκατάπιε την θλίψιν του, φυλάγοντάς την σιωπήν· όθεν χωρίς να της ειπή τίποτε ετραβήχθη εις τον χοντζερέ του, και εκεί εδόθη εις το να κλαίη, λέγοντας· δεν είμαι εγώ δυστυχής; ο ουρανός μου έδωσεν ένα υιόν, και βλέπω που με τα χέρια της η μητέρα του τον ρίχνει εις την φωτιάν και ακόμη μου είνε εμποδισμένον να μιλήσω διά ένα κάμωμα τόσον σκληρόν; ω μητέρα απάνθρωπη, και βάρβαρη· μα, ας σιωπήσω, ακολούθησεν, ημπορώ να αγανακτήσω την βασίλισσαν φανερώνοντας την θλίψιν μου· αλλά πρέπει να υπομείνω δυναστικώς, και αντίς να κατηγορήσω το άνομον κάμωμά της, ας ειπώ πως η βασίλισσα δεν κάνει τίποτε χωρίς δικαιολόγημα.

Διατί, πατέρα: είπεν η Αϊμά. — Δεν ειξεύρω. — Δεν τους δέχονται μέσα; — Δεν υπήγα ποτέ, είπεν ο γέρων, αλλ' αν επήγαινα θα μ' έδιωχναν. — Είνε λοιπόν εμποδισμένον; — Δεν ειξεύρω. — Και δεν είμεθα ημείς βαπτισμένοι; — Δι' αυτό ερώτα την μητέρα σου. Η Αϊμά έσπευσε να ερωτήση την μητέρα Γύφτισσαν, τρέψασα την ερώτησιν επί το ατομικώτερον. — Μητέρα, είμ' εγώ βαπτισμένη;

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Και πώς, κυρά σοφία μου; Τα λόγια σου ολίγα, ή πήγαινε να φλυαρής με ταις συντέκνισσαίς σου. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Δεν είπα τίποτε κακόν. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Να κάμνης την δουλειάν σου. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Κανείς μιαν λέξιν να ειπή εμποδισμένον είναι; ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Σώπα, κομμένη κεφαλή! Σου είπα να πηγαίνης να λέγης ταις σοφίαις σου εις ταις συντέκνισσαίς σου. Εδώ δεν μας χρειάζονται. ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Παρά πολύ ανάπτεις.

Τι σου ήλθε να κάμης τόσον δρόμον πεζή, παππαδιά; — Ενόμιζα ότι θα σας απαντήσω εις τα μισά του δρόμου και ολίγ' ολίγον ήλθα έως εδώ. Πού είνε ο παππάς; — Μέσα, με τον λεπρόν. — Ζη ή απέθανε; — Ό,τι και αν σου 'πώ, σε γελώ. — Δεν πηγαίνεις να ιδής; — Μου το έχει εμποδισμένον ο παππάς. Η παππαδιά εσιώπησεν επ' ολίγον και έπειτα επανέλαβε μετά τινος ανησυχίας: — Θα νυκτωθήτε εδώ. — Δεν πειράζει.

Αυτή βλέποντας που την εκύτταζα με επιμέλειαν, άρχισε να με ονειδίζη λέγοντας· δεν ηξεύρεις, τολμηρέ και αυθάδη, πόσον είνε εμποδισμένον εις τους άνδρας που ήθελαν τολμήσει να σταθούν υποκάτω εις το παραθύρι τούτου του παλατίου; αν οι φύλακες του βασιλέως θέλουν σε καταλάβει ευθύς θέλουν σε παιδεύσει σκληρώς.

Αν τύχη και νικήσης, προσκάλεσε με σάλπιγγα αυτόν, που σου το δίδει. Όσον κι' αν φαίνωμαι άθλιος, έχω να φέρω ένα που όσα μαρτυρούντ' εδώ θα τα υποστηρίξη! Αν νικηθής, τετέλεσται το έργον σουτον κόσμον, και παύει κάθε βάσανον. Η Τύχη βοηθός σου! ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Να το διαβάσω πρόσμενε. ΕΔΓΑΡ Μου είν' εμποδισμένον. Όταν θα έλθη ο καιρός, οι κήρυκες ας κράξουν και τότε πάλιν θα με ιδής.

Εις εκείνην την αυλήν ήτον εμποδισμένον με θάνατον όποιος ήθελε σταθή αργά εις το περιβόλι του παλατίου εις το οποίον, αφού και οι άνδρες ετραβιόνταν πριν νυκτώση, έβγαιναν οι γυναίκες του παλατίου, και εσεργιάνιζαν διά μερικές ώρες. Και μίαν ημέραν όντας εις τον κήπο μόνος μου, και στοχαζόμενος τα περασμένα μου συμβεβηκότα, επέρασεν η διωρισμένη ώρα που έπρεπε να τραβηχτώ, χωρίς να καταλάβω.