United States or Northern Mariana Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχα όμως και ώρας ωρισμένας που επήγαινα εις τον βασιλέα καθημέρα, και εκεί συναναστρεφόμουν με τους πρώτους άρχοντας του παλατίου, οι οποίοι έδειχναν μεγάλην αγάπην προς με· και διά την περιέργειαν που είχον συχνάκις με ερωτούσαν διά να τους πληροφωρήσω περί της Βαβυλώνος, διά τά ήθη, διά τους νόμους και, διά τα στρατεύματα και εισοδήματα του βασιλέως της, ομοίως και εγώ είχον τοιαύτην περιέργειαν διά να πληροφορηθώ παρ' αυτών διά όσα αυτοί εζητούσαν παρ' εμού.

Εκείνος εκατάλαβε πως τα είχα σαστισμένα και δεν εσηκώθηκεν από τη θέσι του· μόνον με ακολουθούσε μ' ένα βλέμμα, μελαγχολικό, παραπονιάρικο σαν να μ' έβλεπε στο νεκροκρέβατο. Την άλλη την ημέρα μ' έμπλεξε που επήγαινα με τους ναύτες στην πόλι. Μόλις τον αγνάντεψα ηθέλησα να κρυφτώ· αλλ' από μακριά τόσο προσταχτικό ήταν το νόημά του που τα πόδια αρνήθηκαν ν' ακούσουν τη θέλησί μου.

Και ηξεύρεις διατί; Διότι επήγαινα να ζητήσω μακράν εκείνο το οποίον είχα προχειρότατον . . . Μία ωραία γυνή αξίζει πάντοτε όσον το βάρος της εις χρυσόν, αλλά μία γυνή, ήτις περιπλέον σε αγαπά, είναι πράγματι ανεκτίμητος.

Προχώρει λοιπόν! του έλεγεν ο Βινίκιος. Τι κάμνεις εκεί; — Κλαίω την Ρώμην, αυθέντα, απεκρίθη ο Χίλων. Μίαν πόλιν τόσον θεσπεσίαν. — Πού ήσο, όταν ήρχισεν η πυρκαϊά; — Επήγαινα εις του φίλου μου Ευρικίου, δέσποτα, ο οποίος είχε κατάστημα εις τα περίχωρα του Μεγάλου Κίρκου, και ησχολούμην ακριβώς μελετών την διδασκαλίαν του Χριστού, όταν ήρχισαν να φωνάζουν αίφνης πυρ, πυρ!

Και εις την στράταν που επήγαινα, άλλο δεν υπώπτευα, παρά ότι ο βασιλεύς θα εξεσκέπασε την φιλίαν που απερνούσαμεν με την Τζελίκαν, μα μου εφαίνονταν παράξενον πώς να το είχε μάθει. Ως τόσον ο αρχηγός με έφερεν έμπροσθεν εις τον βασιλέα, ο οποίος ήτον με τον βεζύρην του μόνον και με τον Φακύρην που ενόμιζα ότι ήτον μισευμένος. Βλέποντας δε τούτον τον άνομον φίλον, εγνώρισα ευθύς την προδοσίαν του.

Ολημερίς επήγαινα, καιτου ήλιου τη δύσιτη Λήμνο κάτω έπεσα, ψυχήν με πολλά 'λίγην. Κ' ευθύς εκεί σαν έπεσα μ' εσήκωσαν οι Σίντες. Έτσ' είπε· κ' η ασπράγκαλη εχαμογέλασ' Ήρα. Κι' απ' τον υιόν της δέχθηκε γελώντας το ποτήρι. Κέρασ' αυτός και τους θεούς τους άλλους επιδέξια, Απ' τον κρατήρα χύνοντας νέκταρ γλυκόν εις όλους.

Εγώ δε όταν ήκουσα αυτά, επήρα τα βιβλία μουέχω δε πολλά Αιγυπτιακά βιβλία διά τα τοιαύτα και επήγα εις το σπήτι εκείνο κατά την ώραν του πρώτου ύπνου, χωρίς ν' ακούσω εκείνον όστις μ' εφιλοξένει, ο οποίος όταν έμαθε πού επήγαινα με ημπόδιζε και σχεδόν μ' ετράβα, διότι ενόμιζεν ότι μεταβαίνω εις βέβαιον όλεθρον.

Μωρέ γεια σου και συ θα μας ντροπιάσης όλους! έλεγαν με το αγαθό τους χαμόγελο οι γεροναύτες, όταν μ' έβλεπαν να τσαλαβουτώ στο νερό σαν δέλφινας. Εγώ εκαμάρωνα στο άκουσμα κ' επίστευα ν' αποδείξω μιαν ημέρα προφητικά τα λόγια τους. Τα βιβλία μουεπήγαινα στο Σχολαρχείο θυμούμαιτα έκλεισα για πάντα. Τίποτα δεν εύρισκα μέσα που να συμφωνή με τον πόθο μου.

Μα ο Σεΐχης του Τεκέ μας είναι πιο διαβασμένος από σένα, είναι άγιος. Και όποιος κάμνει τον λόγο του, κάμνει την βουλή του Θεού. Τρία χρόνια τώρα με καταδιώκει ο β ρ υ κ ό λ ά κ α ς, κανείς δεν μ' εγλύτωσε. Στο πανηγύρι επήγαινα, μπροστά μου τον εύρισκα· στο παζάρι επήγαινα μπροστά μου τον εύρισκα, ως που με απέλπισε, και παράτησα την δουλειά μου και πήγα κ' έγινα σοφτάς. Καλά που έκαμα!

Εγώ είμαι, ακολούθησεν αυτή, θυγατέρα του βασιλέως τούτης της χώρας· μίαν ημέραν που επήγαινα εις τα λουτρά είδον αυτόν τον Ναμαράν εις το εργαστήρι του, και ευθύς έλαβα μεγάλον έρωτα δι' αυτόν, και από εκείνην την ώραν έχασα κάθε μου ησυχίαν και ανάπαυσιν, επειδή η φαντασία μου δεν έλειψε πάντα από αυτόν και τόσον άναψεν η καρδιά μου από τον έρωτα που δεν επέρασε πολύς καιρός και έπεσα άρρωστη εις το κρεββάτι.