United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε κρατούμενος από εκείνο το ξύλον επήγαινα όπου με έφερε το κύμα· επέρασα το επίλοιπον εκείνης της ημέρας, και την ερχομένην όλην νύκτα παλαίοντας με τα κύματα της θαλάσσης· απελπίσθηκα και καρτερούσα τον θάνατον, μη έχοντας πλέον ελπίδα σωτηρίας· όταν, προς την αυγήν βλέπω ότι ήμουν πλησίον εις ένα νησί και ένα κύμα αιφνίδιον με έρριψεν εις το περιγιάλι.

Διατί, πατέρα: είπεν η Αϊμά. — Δεν ειξεύρω. — Δεν τους δέχονται μέσα; — Δεν υπήγα ποτέ, είπεν ο γέρων, αλλ' αν επήγαινα θα μ' έδιωχναν. — Είνε λοιπόν εμποδισμένον; — Δεν ειξεύρω. — Και δεν είμεθα ημείς βαπτισμένοι; — Δι' αυτό ερώτα την μητέρα σου. Η Αϊμά έσπευσε να ερωτήση την μητέρα Γύφτισσαν, τρέψασα την ερώτησιν επί το ατομικώτερον. — Μητέρα, είμ' εγώ βαπτισμένη;

Τότε χωρίς να χάσω καιρόν, επεριπάτησα προς την δύσιν, και εις ολίγον διάστημα έφθασα εις την ρίζαν του βουνού, εκεί που κατά αλήθειαν εθεώρησα μίαν μεγαλωτάτην τρύπαν της οποίας το φοβερώτατον σκότος που εφαίνοντον με εμπόδιζεν από το να έμβω εις αυτήν· Μα εγώ πολλά βέβαιος εις τες ερμηνείες του Ασή δεν εφοβήθηκα τίποτε· εμβήκα χωρίς αντίρρησιν, και επεριπατούσα εις τα τυφλά, με το να ήμουν περικυκλωμένος από ένα βαθύτατον σκότος· αγροικούσα όμως ότι θα επήγαινα όλο εις τον κατήφορον, και περιπατώντας πάντοτε χωρίς να αναπαυθώ έλαβα αιτίαν να στοχασθώ, ύστερον από δεκαπέντε, ή είκοσι ώρες περιπάτημα ότι έκανε χρεία πως εγώ θα εκατέβαινα εις τα καταχθόνια να εύρω τα τελώνια της γης.

Εάν ηδυνάμην να το μάθω θα επήγαινα πλησίον των, θα εγινόμην ο ευσεβέστερος των προσηλύτων και θα είλκυον την εμπιστοσύνην των. Αλλά συ κύριε, συ όστις, καθώς γνωρίζω, διήλθες δεκαπέντε ημέρας εις την οικίαν του ευγενούς Αούλου, θα δύνασαι να μου δώσης πληροφορίαν τινά περί της θρησκείας ταύτης; — Όχι . . . είπεν ο Βινίκιος.

Σου έγραψα νεωστί πώς εγνώρισα τον έπαρχον Σ . . . . και πως με παρεκάλεσε να τον επισκεφθώ εις το ασκητήριόν του ή μάλλον εις το μικρόν του βασίλειον. Παρημέλησα τούτο και ίσως δεν θα επήγαινα, αν η τύχη δεν μου ανεκάλυπτε τον θησαυρόν που κείται κρυμμένος εις τον ήσυχον αυτόν τόπον.

Εγώ δεν επήγαινα και να εξοδευθώ και να θαλασσοπνιγώ δι' ένα πού δεν τον έχω ούτε άνδρα, ούτε αδελφόν, ούτε αγαπητικόν. — Αι, να σου το 'πώ, ιατρέ μου. Και έκρυψε διά της χειρός το μειδίαμά της. — Δεν είναι ούτε άνδρας μου, ούτε αδελφός, ούτε αγαπητικός μου. Και όμως,.. Πώς να σου το 'πώ; Ένα καιρόν ήτον αγαπητικός μου. Εκατάλαβες; Εξ αιτίας μου, εξενιτεύθηκε όταν με 'πάνδρευσαν.

Είνε λίγα χρόνια τώρα, μια πρωινή, με οδηγό τον παντοτεινό μου αγωγιάτη, τον Βασίλη τον Αρβανίτη, επήγαινα από τη χώρα στην εξοχή, μιάμιση ώρα μακρυά. Ο δρόμος δεν είνε άσχημος, τα περίχωρα μόνο σου φέρνουν μελαγχολία.

Μου είπαν πως ήτανε εις τη Βουλή, την άλλη μέρα εις τη στρατιωτική Λέσχη, και την επομένη δεν ξεύρω που. Τρεις όλαις εβδομάδες επήγαινα πρωί βράδυ εις το σπίτι του και μόνο δυο φορές αξιώθηκα να του μιλήσω, χωρίς να επιτύχω να του βγάλω από το στόμα άλλο τίποτε παρά μόνο πως φροντίζει και να έχω υπομονή.