United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ δεν ηρώτησα την κυρίαν τι έχει το παιδάκι της. Δεν την γνωρίζω. Η γραία ύψωσε την χείρα της εις τα χείλη και περιστρέφουσα χαριέντως τα δάκτυλα περί το στόμα επροσπάθησε να κρύψη το μειδίαμα, το οποίον εφανέρωνον οι γελώντες οφθαλμοί της. Αντί απολογίας απηύθυνε προς τον έπαρχον δευτέραν και διπλήν μάλιστα ερώτησίν. — Δεν την γνωρίζεις; Ξένη είναι;

Η Κυρά Λοξή ένευσεν αρνητικώς την κεφαλήν και έφερε την χείρα πρώτον εις τους οφθαλμούς της. τους οποίους έκλεισεν, έπειτα δε επί της καρδίας. Ο έπαρχος ενόησεν ότι κατέχει τον γέροντα η λύπη, αφότου απώλεσε την όρασιν. Ο σιωπηλός ούτος διάλογος συνεφιλίωσεν εντελώς τον έπαρχον και την γραίαν χωρικήν.

Δεν ηδυνάμεθα όμως ν' αποφύγωμεν το επακόλουθον τούτο της τόσον ευγενώς παρεχομένης φιλοξενίας, ώστε επεσκέφθημεν αλληλοδιαδόχως τον Έπαρχον, τον Δεσπότην, τον Δήμαρχον, τον οικονομικόν Έφορον, τον Σχολάρχην, τον Ειρηνοδίκην, τον πρώην βουλευτήν, την σύζυγόν του απόντος νέου βουλευτού, και διαφόρους άλλους εκ των προκρίτων της νήσου.

Η γραία δεν έδωκε κατά το φαινόμενον προσοχήν εις την εκφώνησιν του τυφλού. Εκάθισε πλησίον του και στραφείσα προς τον έπαρχον του απέτεινε τον λόγον, εκφράζουσα άνευ προοιμίων και άνευ περιφράσεων τα παράπονά της κατά της μαγειρίσσης.

29 Ιουνίου. Προχθές ήλθεν ο ιατρός από την πόλιν εδώ έξω προς τον έπαρχον και με ηύρε χάμω ανάμεσα στα παιδιά της Καρολίνας, ενώ μερικά εσκάλωναν επάνω μου, άλλα με επείραζαν, και εγώ τα εγαργάλιζα, και μαζί μ' αυτά έκαμνα μεγάλον θόρυβον.

Και ο δημόσιος κήρυξ διαταχθείς από τον έπαρχον, ένα δίπηχυν φουστανελοφόρον, εκραύγαζε κτυπών επί της τραπέζης το σφυρίον του. — 32 χιλιάδες μία! 32 χιλιάδες δύο! τριάντα δύο χιλιάδες ο φόρος του ελαίου! Και μετ' ολίγον προσέθετε: — Έχει άλλος; Θα πάρη τέλος.

Από σένα αυτό. . . Εγώ. . . Δημήτριε!. . . Να πάρη η κατάρα!.. Από σένα αυτό δεν το περίμενα!. . . Γραφτό ήταν τη χάρι πού σώκαμα — Α! θα μου το πληρώσηςτης Θεσσαλίας Έπαρχον όταν σε ονομάτισα, τώρα να μου την αποδώσης έτσι. . . ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Δεν αποστάτησα από τον ευεργέτη μου. Τον μυτριτό να κάνω ζητώ, λιγάκι λύπη στην καρδιά του να αισθανθή για τα παιδιά του.

Έχει άλλος; Και πάλιν είτα κροτών ισχυρότερα το σφυρίον του επανελάμβανε βροντωδέστερον: — Τριάντα δυο χιλιάδες μία! τριάντα δύο χιλιάδες δύο! τριάντα δύο χιλιάδες; Ορίστε, κύριοι, θα πάρη τέλος! Κόσμος πολύς, ο κόσμος της αγοράς, περιεκύκλωσε τον έπαρχον, περίεργος διά το αποτέλεσμα, Οι προύχοντες όλοι εκεί με τα υψηλά καπέλλα όρθιοι.

Την άλλην ημέραν εμάθαμεν, ότι ο διδάσκαλος επαύθη, και επί πολύν καιρόν δεν ηξεύραμεν τι απέγεινε. Μετά χρόνους μόνον πολλούς ήκουσα ότι ο βουλευτής του τον διώρισε κάπου έπαρχον, αργότερα δε πολύ τον είδα βουλευτήν εις τας Αθήνας. Τίποτε απίθανον να διώρισε και εκείνος έπαρχον τον παλαιόν του βουλευτήν.

Κατ αρχάς ενόμισεν ότι ο όρθιος φοιτητής ήτο ο ιατρός, και ητοιμάζετο να προχωρήση προς αυτόν, σύρουσα τον τυφλόν. Αλλ' εσκέφθη ότι είναι πολύ νέος εκείνος δι' ιατρόν και εστράφη προς τον έπαρχον, όστις, με την εφημερίδα επί των γονάτων και τα ομματοϋάλια επί των ρωθώνων, την έβλεπεν ασκαρδαμυκτί με γυμνούς τους οφθαλμούς.