United States or Côte d'Ivoire ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς άρα ηδύνατο να οφείλεται υπ' Εκείνου τον οποίου το θνητόν σκήνωμα ήτο ο νέος πνευματικός Ναός του ζώντος Θεού; Ούτος έμελλε να εισέλθη εις τα Άγια των Αγίων διά της θυσίας του ιδίου αίματός Του. Επλήρωσεν ό,τι δεν ώφειλεν, όπως σώση ημάς απ' εκείνου το οποίον ωφείλομεν, αλλά δεν ηδυνάμεθα να πληρώσωμεν ποτέ.

Εάν δε κανείς πάλιν ήθελε μας ερωτήσει, από τι ημείς αφού απαλλαγώμεν, δεν θα είχομεν ανάγκην χρημάτων; αν μας ηρώτα, θα ηδυνάμεθα να είπωμεν από τι; Περί τούτου ας σκεφθώμεν κατά τον εξής τρόπον: Αν ο άνθρωπος ηδύνατο να ζη χωρίς τροφάς και ποτά και ηδύνατο να μη πεινά ούτε να διψά, θα είχεν ανάγκην αυτών, ή ανάγκην αργυρίου ή τινος άλλου όπως ταύτα προμηθεύεται ;

Την επιούσαν ήμεθα από πρωίας συνηγμένοι κατά το σύνηθες εις την ισόγειον της οικίας είσοδον, ήτις εχρησίμευεν ως κοινή αίθουσά μας. Καθήμενοι εις των θυρών τα κατώφλια και επί των βαθμίδων της κλίμακος συνεσκεπτόμεθα, ως πάντοτε, περί του πρακτέου, αναμένοντες τι η ημέρα θα μας φέρη και υπολογίζοντες πότε ηδυνάμεθα να περιμένωμεν απόκρισιν εκ Ψαρών. Η Ανδριάνα μόνη ήτο απούσα.

Την αυγήν επανήλθεν εις την αυλήν η σιωπή, αλλ' εξηκολούθει εντός του χωρίου ο θόρυβος. Πόσον βραδέως αι ώραι παρήρχοντο ! θα επανέλθωσιν οι Τούρκοι πλησίον μας ; θα τους έχωμεν και την νύκτα πάλιν ; Ησθανόμεθα πάντες ότι δεν ηδυνάμεθα να ανθέξωμεν πλειότερον.

Και δεν υπήρξε σχεδόν φάσις μία του κοινωνικού ημών βίου, καθ' ην, λησμονούντες όλως τι ηδυνάμεθα και ωφείλομεν να πράξωμεν εξ ιδίων, να μη εμιμήθημεν τους ξένους. Και δεν υπήρξε σχεδόν στιγμή, καθ' ην να μη ωνειρεύθημεν βοός μεγαλεία, μικρά ημείς βατραχίδια, και να μη ηγωνίσθημεν, πάσας ημών εντείνοντες τας δυνάμεις, να ογκωθώμεν εις μέγεθος και περιωπήν.

Δεν είνε μικρά ελπίς το να σκέπτωνται οι τυραννούμενοι και να λέγουν καθ' εαυτούς «αλλά μετ' ολίγον θα παύση να μας τυραννή• εντός ολίγου θαποθάνη και θανακτήσωμεν την ελευθερίαν μας». Δι' αυτούς όμως ουδέν τοιούτον ηδυνάμεθα να ελπίζωμεν, αλλ' εβλέπαμεν ήδη έτοιμον τον διάδοχον της εξουσίας.

Ανεκάθησα επί του στρώματος με τα ώτα προσεκτικά και τους οφθαλμούς προσηλωμένους εις το σκότος. Ο πατήρ μου εκοιμάτο βαθέως. Μη ήτο όνειρον; Όχι ! Πιφ, παφ , πάλιν και κραυγαί συγχρόνως άγριαι. Εξύπνησα τον πατέρα μου και ηκούομεν αμφότεροι. Καθ' όλην την νύκτα εξηκολούθησαν εκ διαλειμμάτων ο κρότος και η ταραχή. Δεν ηδυνάμεθα να εικάσωμεν τι συμβαίνει.

Άμα δε ήλθαμεν εις επαφήν με το νερόν, η χαρά και η ευφροσύνη μας ήτο μεγάλη• διεσκεδάσαμεν όπως ηδυνάμεθα και πεσόντες εις την θάλασσαν εκολυμβήσαμεν• διότι έτυχε να είνε γαλήνη και η θάλασσα ήτο ακύμαντος. Αλλά συμβαίνει πολλάκις το τέλος μιας δυστυχίας να γίνεται αρχή μεγαλειτέρων συμφορών.

Δεν ηδυνάμεθα όμως ν' αποφύγωμεν το επακόλουθον τούτο της τόσον ευγενώς παρεχομένης φιλοξενίας, ώστε επεσκέφθημεν αλληλοδιαδόχως τον Έπαρχον, τον Δεσπότην, τον Δήμαρχον, τον οικονομικόν Έφορον, τον Σχολάρχην, τον Ειρηνοδίκην, τον πρώην βουλευτήν, την σύζυγόν του απόντος νέου βουλευτού, και διαφόρους άλλους εκ των προκρίτων της νήσου.

Και η λύρα του δε ήτο αναλόγως γελοία. Κρανίον ελάφου γυμνόσαρκον, του οποίου τα κέρατα εχρησίμευον ως βραχίονες της λύρας. Τα είχεν ενώσει διά ζυγού και προσέθεσε χορδάς αι οποίαι δεν ετανύοντο με στόφιγγα και έπαιζε κάτι τι ανούσιον και πλήρες παραφωνιών• και άλλο μεν αυτός έλεγεν εις το άσμα του, άλλο δε η λύρα έπαιζε, ώστε δεν ηδυνάμεθα να κρατήσωμεν τα γέλοια διά το ερωτικόν εκείνο άσμα.