United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λίγαις στιγμαίς ακόμα Και σβυόνται τ' άστρα σου για με. Για με θα σκοτειδιάση Τώμορφο γλυκοχάραμμα. Θα μου κλειστή το στόμα Που εκελαδούσε στα βουνά, στη ρεμματιά, στη βρύση, Θα μαραθούν τα πεύκα μου. Αραχνιασμέν' η λύρα Που μούταν αδερφοποιτή κι' οπού με εμέ στη φτέρη Αγκαλιασμένη επλάγιαζε, τώρα θα μείνη στείρα Καιτάψυχο κουφάρι της θα να βογγάη τ' αγέρι

Οι ποιμένες ασπασθέντες του Χριστού την Εικόνα εξήλθον πάλιν επαναλαμβάνοντες: — Χριστούγεννα, παιδί μου, Χριστούγεννα! Ρίξε το ρίζι να γείνη ο τζουρβάς· και πάρε την λύρα σου να πης το τραγούδι· τροπάρια δεν ξέρουμε.

Πραγματικώς απέναντι του λαλούντος ποιμένος, πλησίον της ανθρακιάς, αλλ' επί τινος ξηρού κορμού ακκουμβώσα, ίστατο ορθία κάπα, βαρεία, ψαριά, με την κουκκούλαν αναιβασμένην ως ει υπ' αυτήν εθερμαίνετο άνθρωπος. Από της μιας αυτής χειρίδος εκρέματο η λύρα καθέτως, από δε της άλλης εξήρχετο το δοξάριον έτοιμον προς κρούσιν. — Κουτσογεώργη! εκραύγασεν ο ποιμήν πάλιν.

Εμπρός, η λύρα σήμερα ας δώση και ας πάρη . . . σαν σήμερα, κυρία μου, μ' επήρες και σ' επήρα, σαν σήμερα εγίναμε αγαπητό ζευγάρι, κι' ενώθηκε η μοίρα σου με τη 'δική μου μοίρα. Σαν σήμερα ενοιώσαμε της αγκαλιάς της γλύκες, κι' ένας 'στον άλλον είπαμε: πού σ' ηύρα, πού με βρήκες!

Η ρίμα, εκείνος ο εξαίσιος ήχος που εις της Μούσας τον κοίλο λόφο δημιουργεί τον εαυτό του κι απαντά στην ίδια του φωνή· η ρίμα που εις τα χέρια του αληθινού καλλιτέχνη γίνεται όχι απλώς υλικό στοιχείο της ομορφιάς του μέτρου, μα και πνευματικό στοιχείο της σκέψεως και του πάθους, ξυπνώντας νέες, μπορεί, διαθέσεις ή ταράζοντας καινούρια πομπή ιδεών ή ανοίγοντας μ' απλή γλύκα κ' υποβολή φωνής καμμιά χρυσόπορτα που κι αυτή ακόμα η φαντασία του κάκου την είχε κρούσει· η ρίμα, που μπορεί του ανθρώπου τη φωνή να την μεταβάλη σε θεϊκή λαλιά· η ρίμα, η μόνη χορδή που προσθέσαμε στην Ελληνική λύρα, στα χέρια του Robert Browning γίνηκε έν' αλλόκοτο, άμορφο πράγμα, που κάπου-κάπου τον έκανε να μεταμορφώνεται στην ποίηση σαν κανένας ταπεινός κοσμικός και με τη γλώσσα φουσκώνοντας το μάγουλο ν' ανεβαίνη πολύ συχνά τον Πήγασο.

Τερατόμορφοι κάτοικοι της Θεσσαλίας. μισοί άλογα και μισοί αθρώποι. επολέμησαν με τους Λαπίθους σ' ένα συμμπόσιο. Τα παραμύθια ιστορώ, τους μύθους ξεδιαλέφω. Στολνώ το ψέμα όσο μπορώ, Και την αλήθεια λέγω. Βουλή μου ήρθε, κι' όρεξι στη λύρα μου ν' αρχίσω, Του Αίσωπου τους ήρωες να γλυκοτραγουδήσω. Με λόγους ζώων άλογων, άψυχων παρομοίαις, Σ' αυτό το λογικώτατο να δώκω νουθεσίαις·

Λύρα . Η πιστή ακόλουθος του κλέφτου ραψωδού, απετέλει μέρος της πολεμικής αυτού συσκευής, ήτο δε το όργανον δι' ου ετονίζοντο τα ηρωικά ημών άσματα. »Αυτήν την έρμη την πορειά.» σ. 58.

Σήκω να πάμετην εκκλησία· και μη μιλήσης, για το Θεό! σου πήρε αμέσως τη φωνή. — Πού είνε; πού είνε; είπεν ηρέμα ο παις. — Νά τος! Εκεί με τη λύρα του. Πάμε. Πού είνε ο Κουτσογεώργης; — Κοιμάται εκείτο χάλασμα κουκκουλωμένος. Αληθώς έρεγχεν εκεί ο Κουτσογεώργης σκεπασμένος. Αλλ' αίφνης φωνάζει ο παις. — Εγώ θα σου δείξω ότι δεν φοβούμαι τα Σκαλικαντζούρια.

Άλλως τε, σε βεβαιώ, και ο θεός ορθά το είπε αυτό. Διότι εις τα μέρη μας παράγονται ωραιότατες φοράδες. Σωκράτης. Πολύ καλά, θα ειπή λοιπόν. Αλλά τόρα η ωραία λύρα δεν είναι ωραία; Να το παραδεχθώμεν, καλέ Ιππία; Ιππίας. Μάλιστα. Σωκράτης. Ιππίας.

Κι' όσοι από σας έχουν άρματα, και άλογα ας τους κόψουν την χαίτη με το σίδερο. Κι' ούτε αυλός ή λύρα σ' όλην την πόλι ν' ακουσθή, αν πρώτα δεν περάσουν δώδεκα τ' ολιγώτερο πανσέληνοι, σκεφθήτε πως προσφιλέστερο νεκρόν ποτέ μου δεν θα θάψω και πως αξίζει κάθε μια τιμή που αυτή εχάθη για να μου σώση την ζωή.