United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πόσον ευχαριστούμαι που δύναται η καρδία μου να αισθάνεται την απλήν αθώαν ηδονήν του ανθρώπου εκείνου που φέρει στο τραπέζι του το λάχανον, το οποίον αυτός ο ίδιος εκαλλιέργησε, και που τώρα όχι μόνον λάχανον, αλλά και όλας τας καλάς ημέρας, τόμορφο πρωί που το εφύτευε, τις γλυκές βραδυές που το επότιζε και που εχαίρετο βλέπων προαγομένην την βλάστησιν, όλ' αυτά τα ξανααπολαύει σε μια στιγμή.

Τον καιρό που αναλάμβανε από την αρρώστεια, που τον είχε οδηγήσει ίσαμε τις πύλες του Θανάτου, του κατέβηκε η ιδέα να υιοθετήση τη φιλολογία σαν μια τέχνη. «Είπαμε με τον John Woodvill , λέει, πως «θα ήταν θεία ζωή να μένη κανείς σε τέτοιο στοιχείο», να βλέπη, ν' ακούη, να γράφη γενναία πράγματα. «Οι υψηλές αυτές κι ορμητικές της ζωής οι γλύκες δε μετριάζονται ποτές απ' του πεθαμού το φόβο».

Κλεισμένος στο κελλί το σφαλιστόδεν έφυγα τον κόσμο και ασκητεύω, με διώξαν από εκεί σαν περιττότη ζωή λαχταρώντας αγναντεύω. Τη ζωή που έχω ζήσει· δεν περνά σε αχνές γλυκές μορφές και με πλανεύει, με την παλιά της δύναμη ξυπνά κι όλη μέσα μου πάλι ζωντανεύει. Και, όπως ξεσπάζει ξαφνική βροχή, γητέματα, χαρές, πάθη και μίση ορμούν μεμιάς, γεμίζουν την ψυχή, τίποτε η λήθη ως να μην έχη σβήσει.

Όσο μπορούσε ν’ αντέξει έμενε εκεί πάνω, κολλημένος στη γη που του είχε ρουφήξει όλη την ικμάδα και όλα του τα δάκρια. Το φθινόπωρο προχωρούσε με τις γλυκές μέρες του Οκτώβρη, με τα πρώτα κρύα του Νοέμβρη.

Τα δένδρα κουνούσαν από μακρυά τις ψηλές κορφές τους και την χαιρετούσαν, τα λουλούδια της έστελναν χαιρετίσματα με τις πιο γλυκές μυρωδιές τους, και η λίμνη, που γιάλιζε σαν καθρέφτης κάτω απ' τον ωραίο ήλιο, την προσκαλούσε πάλι να λουσθή στα νερά της. Και η βασιλόπουλα έκλαιγε κι' όλο έκλαιγε.

Εμπρός, η λύρα σήμερα ας δώση και ας πάρη . . . σαν σήμερα, κυρία μου, μ' επήρες και σ' επήρα, σαν σήμερα εγίναμε αγαπητό ζευγάρι, κι' ενώθηκε η μοίρα σου με τη 'δική μου μοίρα. Σαν σήμερα ενοιώσαμε της αγκαλιάς της γλύκες, κι' ένας 'στον άλλον είπαμε: πού σ' ηύρα, πού με βρήκες!

Κ' έτσι έχοντας τα δυο παιδιά μου στην αγκαλιά, θα λάμψη και για μένα ο ήλιος, θ' αστράψη ένας νέος κόσμος και για μένα». ΣΤΑΥΡΟΣ Γλυκές ελπίδες, μα πάντα ελπίδες. Κι ο πατέρας; ΓΙΑΓΙΑ Αχ! ο πατέρας σου. Ο ίδιος πάντα. Όλο πλουταίνει, όλο και πλουταίνει. Οι δουλειές του, φαίνεται, πάνε περίφημα. Έτσι τουλάχιστο ακούω, γιαΤι αυτός ποτέ δε δίνει λογαριασμό σε κανένα.

Τι φιλιά ήταν εκείνα! τι γλύκες ! Με τι μάτια τις έβλεπε τώρα η Βεργινία αυτές που θέλανε να της πάρουν τον άντρα της ! Και να που αρχινίσανε να της τον επαινούν όλες μαζί και δος του κατηγορίες του κοριτσιού που εξ αιτίας της βέβαια αργούσε ο Κύριος Νίκος. «Βρέθηκε γεβεντισμένος ο άνθρωπος, σκασμένος απ’ τη στενοχώρια του ! Έμ ας ξεσκάση δα και λιγάκι ο καημένος σα νέος που είναιΚαι μόλο που ξέρανε σε τι μεριά την άγγιζε η βελόνα τη Βεργινία θανάσιμα, όλο και για παιδιά να μιλούν: αφού κ' η εξαδέρφη τους η Μίνα, πούχε πάρει το γιατρό απ’ το Αίγιο, «έπειτ' από τρία χρόνια που δεν έκανα παιδιά απόχτησε το διάδοχο, κ' εκεί που πρώτα δεν ήταν τρόπος να συμμαζέψη τον άντρα της, τώρα όλο και φιλιούνται σαν τα τρυγονάκια . . .» Η Βεργινία αισθανόταν πάλι πως θα λιγοθυμήση- Κυτταχτήκαν αναμεταξύ τους οι δεσποινίδες.

Ο άσβυστος Πόθος κ' η Ζήλια η ωχροπράσινη μαζί με την Απάτη και τη μαύρη Καταφρόνια, σκόρπιζαν τα θύματά τους σαν κομμένα κρίνα εδώ κ' εκεί. Κ' ήταν τα θύματα γλυκές παρθένες και ζηλεμένοι νιοι, κ' ήταν το πάθημά τους πεταλούδας πάθημα. Εκείνη κύτταζε τις ζωγραφιές και η λύπη πλάκωνε το μέτωπό της.

«Χίλια δυο πράμματα, γεμάτα γλυκές αναμνήσες του παιδιακίσιου μου καιρού, σαν αφροστεφανωμένες εικόνες, ζωγραφισμένες με ουράνια χρώματα, φανίζονταν μπροστά μου κι' άρχισαν να καταπραΰνουν την ανυπομονησία μου. Εδώ έβλεπα τον εαυτό μου μικρό παιδί, να τρέχω ξυπόλυτο και στο τρέξιμο να μου μπη στο ποδάρι ένα φοβερό παλιουρίσιο αγκάθι.