Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025


Κι ήβραν αφτόν που κάθουνταν κοντά σ' ένα καλύβι και πλοίο του, ουδέ χάρηκε μπροστά του σαν τους είδε. 330 Μα εκείνοι ομπρός στον αρχηγό με δείλια και με σέβας σταθήκανε, ουδέ τούκραιναν κι' ουδέ τον χαιρετούσαν. Μα αφτός στο νου του τόνιωσε γιατί ήρθαν και τους είπε «Καλό στους κράχτες, των θεών κι' αντρών μαντατοφόρους!

Μιλούσε στους ανθρώπους με την ευγενικώτερη περιφρόνηση, σηκώνοντας τη μύτη τόσο ψηλά, υψώνοντας τόσο ανελέητα τη φωνή του, παίρνοντας έναν τόνο τόσο επιβλητικό, προσποιούμενος ένα βάδισμα τόσο αγέρωχο, που όσοι τόνε χαιρετούσαν αισθανόντανε τη διάθεση να τονε δείρουν. Αγαπούσε τις γυναίκες μανιακά. Η Κυνεγόνδη του φάνηκε το ωραιότερο πράγμα, που είδε στη ζωή του.

Εν μέσω μεγάλης λύπης, οι σύντροφοι του Μόρχολτ έφθασαν στην Ιρλανδία. Άλλοτε, όταν έμπαινε στο λιμάνι του Βάιζεφορ, ο Μόρχολτ χαιρότανε βλέποντας μεζεμένους πλήθος, τους ανθρώπους του που τον χαιρετούσαν με ζητωκραυγές, και την αδερφή του την Βασίλισσα, και την Ιζόλδη την ανηψιά του με τα χρυσά μαλλιά, που η καλλονή της άρχιζε να λάμπη σαν απαλή αυγή.

Για τον καβαλάρη του μιλούσεν ώρα πολλή και για της πολιτείες που τον χαιρετούσαν από μακρυά με τους θόλους των και τα καμπαναρειά των . . — Παράξενο! του είπαν. Έτσι άρρωστο και κοκκαλιάρικο δοκίμασες τέτοιες δόξες; — Είν' αλήθεια, είπε τ' άλογο πως σ' όλη μου τη ζωή με δεμένα τα μάτια γύριζα μαγγανοπήγαδο. Μα ο Θεός ήξερε να τιμωρήση τον άνθρωπο που με σκλάβωσεχαρίζοντάς μου τη φαντασία.

Τα δέντρα του περιβολιού που πήγαινα συχνά με το βιβλίο στο χέριτι καλά που το θυμούμαι τώρα! — κουνιούνταν και ψιθύριζαν αγάλια σταφτιά μου «Καλώς ώρισες, παιδί μουΝαι! κ' οι πέτρες στο δρόμο με χαιρετούσαν, και μ' έρχουνταν όλο να τις πω «Πετρίτσες μου αγαπημένες, κακοστρωμένα μου σοκάκια, με τι καρδιοχτύπι σας ξαναπατώ

Όλοι χαιρετούσαν τον τυφλό σαν παλιό γνώριμο, αλλά κοίταζαν με καχυποψία τον Έφις. «Εσύ είσαι ακόμη δυνατός και καλοστεκούμενος», του είπε ένας νεαρός σακάτης, «πώς και ζητάς ελεημοσύνη;» «Έχω μια κρυφή αρρώστια που με τρώει και μ’ εμποδίζει να δουλέψω», απάντησε ο Έφις, αλλά ντράπηκε για το ψέμα του. «Ο Θεός λέει να δουλεύουμε όσο μπορούμε∙ μακάρι να μπορούσα κι εγώ.

Τα δένδρα κουνούσαν από μακρυά τις ψηλές κορφές τους και την χαιρετούσαν, τα λουλούδια της έστελναν χαιρετίσματα με τις πιο γλυκές μυρωδιές τους, και η λίμνη, που γιάλιζε σαν καθρέφτης κάτω απ' τον ωραίο ήλιο, την προσκαλούσε πάλι να λουσθή στα νερά της. Και η βασιλόπουλα έκλαιγε κι' όλο έκλαιγε.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν