United States or Ireland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κυρά Παναγήνα, πάρε αυτό το ταψί αμανάτι, να με δανείσης τέσσερα σβάντζικα· θέλω να πάω τον άνδρα μου, που τον έχω άρρωστο, στη χάρι της, στην Καισαριανή, και λεφτά δεν έχω. — Να, πάρε δύο σβάντζικα, είπεν η Παναγήνα, αυτά μου βρίσκονται. Άφσε το ταψί σου εδώ, και σαν ευκολυθής, φέρε τα δυο σβάντζικα να το πάρης.

Και να που ανοίγει η πόρτα της καζάρμας και βγαίνουν οι δυο τυφλοί κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου σαν δυο αδέλφια. Ο Έφις πήγε κοντά τους και πήρε από το χέρι το σύντροφό του. Έτσι, μπαίνοντας στη σειρά γύρισαν στην αυλή της εκκλησίας κι εκεί έκαναν ένα γύρο ψάχνοντας τον ψεύτικο άρρωστο.

Και για να μη λησμονήσω ποτέ το Σβεν. Την ημέρα αυτή περπάτησε στον κήπο στηριγμένη απάνω μου. Τα πόδια της είταν ακόμα αδύνατα κ' αιστανόμουνα το βάρος της να πέφτη όλο απάνω μου, είμαστε όμως χαρούμενοι σαν παιδιά κ' η Έλσα γελούσε με τον εαυτό της, που δεν μπορούσε να περπατήση καλά, γελούσε μ' ένα κάπως άρρωστο, μα βαθιά ευτυχισμένο γέλιο, έτσι που μου έκανε χαρά, που μπορούσα και τη στήριζα.

Ένα βουνό από σκόνη μαυρειδερή σέρνεται στο δρόμο, κυλιέται και προβαίνει οκνό, σαν άρρωστο. Ο ήλιος το χτυπά κατακέφαλα και το δείχνει θεριό παράξενο. Η χήτη του κοκκινίζει και καίγεται. Κάποια σημάδια μέσα του σβύνουν και ξαναλάμπουν από στιγμή σε στιγμή, σβύνουν και ξαναλάμπουν σα λεπίδες σπαθιών. Ακούεται βαρύς και βαθύς ο ανασασμός του, βαθύς και βαρύς σα μακρινό μπουμπουνητό.

Χουμ! είπεν ο αδελφός μου ξύων την κεφαλήν του. Αυτό κ' εγώ μόνον άκραις μέσαις το γνωρίζω. Μήπως μ' άφηκε μαθές η μητέρα να τον ερωτήσω, καθώς ήθελα; — Άνθρωποι είμεθα, έλεγε, και οι αρρώστιαις είναι για τους ανθρώπους. Αλλοίμονο σ' όποιον δεν έχει ποιος να τον κυττάξη! Και ποιος ηξεύρει, αν αυτήν την ώρα και το Γιωργί μας δεν είν' άρρωστο στη ξενιτειά, χωρίς κανένα εδικό στο πλάγι του!

Πότε φαίνεται ήσυχος σαν άρρωστο ζώον, και πότε τον βλέπω να περιπατή εις τα σκότη, ψιθυρίζων. Τι με μέλλει; Διά να δοξασθή εκείνος πρέπει εγώ να ταπεινωθώ! Ο Αντίπας και ο Μαναή εβλέποντο! Τον Τετράρχην όμως τον είχον κουράσει αι σκέψεις.

Όλα πήγαιναν καλά∙ η γαμήλια τελετή θα γινόταν στο σπίτι του γαμπρού κι εδώ τίποτα δεν τάραζε την παλιά γαλήνη. Για αν μην ενοχλήσει η Νοέμι τον άρρωστο δεν καθάρισε ούτε την κουζίνα, όπως συνηθίζεται στους γάμους. Το σπίτι και η αυλή ήταν σιωπηλά, ο γάτος ήταν ακίνητος επάνω στον πάγκο, μαύρος με πράσινα μάτια σαν να ήταν η προσωποποίηση της μοναξιάς.

Δαίμονας ποίος σ' έχει εμπλέξητον τυφλίτην; Χωρίς αίσθησιν μάτι, χωρίς τούτο εκείνη, χωρίς μάτι και χέρι αυτιά, και όσφρησις μόνη, ή κ' έν' απομεινάρι και άρρωστο ενός μόνου οργάνου αληθινού ποτέ δεν θα ημπορούσε τόσο να τυφλωθή.

Αλλά και μερικοί άντρες σταματούσαν γύρω από τον τυφλό γέρο και τον ψεύτικο άρρωστο, ένας μάλιστα έσκυψε για να δει καλά τον όγκο. «Ναι, ο Θεός να βάλει το χέρι του», είπε, «ήταν ακριβώς έτσι και έζησε μόνο ένα χρόνο.» «Μόνο ένα χρόνοφώναξε ένας άλλος. «Α, δεν θα μου έφτανε να τελειώσω ούτε τρεις από τις χίλιες δουλειές που έχω στο μυαλό μου. Έλα, πάρε

ΑΣΤ........ Γιατ' είσαι κατεργάρης. Ο Αστυνόμος και αι Γυναίκες. ΑΣΤ. Ποιος τον εφούγιαξε γιαμά αυτόν το τζαρλατάνο; ΚΑΝ. Εμείς τον εφωνάξαμε κι' ανέβηκε απάνω. ΑΣΤ. Όμορφο μπόγια βρίκατε καλόνε κατεργάρη. Οπού με τζη ψευτίαις του ήθελε να σας 'γδάρη. Να στείλη και τον άρρωστο ς' τον άδη χωρίς ναύλο, Κι' α δεν επρόφτανα εγώ τ' έκαμνε δίχως άλλο.