United States or Cook Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλοι εσιώπον εκ της αγωνίας δι' εκείνο το οποίον έμελλε να συμβή. Κατ' αρχάς, ηκούσθη βαθύς στεναγμός τον οποίον έβαλεν μία υποχθόνιος φωνή. Η Ηρωδιάς την ήκουσεν από την άλλην άκραν του παλατίου. Ηττημένη από έν θέλγητρον ακαταμάχητον, διέσχισε τα πλήθη και στηρίζουσα την μίαν της χείρα επί του ώμου του Μαναή και κλίνουσα προς τα εμπρός το σώμα ηκρωάτο. Η φωνή έλεγεν.

Και όλοι ωμίλουν συγχρόνως, δυνατώτερα όμως όλων των άλλων εφώναζεν ο Μαναή. Ο Βιτέλιος τους διεβεβαίωσεν ότι οι κακούργοι θα τιμωρηθούν. Κραυγαί και βλασφημίαι αντήχησαν απέναντι του πυλώνος, όπου οι στρατιώται είχον κρεμάσει τας ασπίδας των. Επειδή δε είχον καταστραφεί τα περικαλύμματά των, εφαίνετο επάνω, από το πρόσθιον μέρος αυτών η μορφή του Καίσαρος.

Πριν ακόμη να λάβη τας διαταγάς εκείνας ο Μαναή τας εξετέλει: Διότι ο Ιωχανάν ήτο Ιουδαίος, και ο Μαναή απεστρέφετο τους Ιουδαίους όπως και όλους τους Σαμαρίτας.

Πότε φαίνεται ήσυχος σαν άρρωστο ζώον, και πότε τον βλέπω να περιπατή εις τα σκότη, ψιθυρίζων. Τι με μέλλει; Διά να δοξασθή εκείνος πρέπει εγώ να ταπεινωθώ! Ο Αντίπας και ο Μαναή εβλέποντο! Τον Τετράρχην όμως τον είχον κουράσει αι σκέψεις.

Όπισθεν αυτών ήρχετο ο Μάρκελλος ο υπολοχαγός του Ανθυπάτου, μαζύ με τελώνας σφίγγοντας υπό μάλης ξυλίνας πλάκας. Ο Αντίπας προσεφώνησε ονομαστί τους κυριωτέρους εκ των περί αυτόν. Τον Τολμαή, τον Καντέραν, τον Σιών, τον Αμώνιον τον Αλεξανδρινόν ο οποίος του ηγόραζεν άσφαλτον, τον Νααμάν αρχηγόν του ελαφρού πεζικού, και Ιωακείμ τον Βαβυλώνιον. Ο Βιτέλιος εστράφη και είδε τον Μαναή.

— Η δύναμίς του είνε απροσμάχητος . . . χωρίς να το θέλω τον αγαπώ! — Τότε λύτρωσέ τον. Ο Τετράρχης έσεισε την κεφαλήν. Εφοβείτο την Ηρωδιάδα, τον Μαναή και τον άγνωστον.

Οι οδόντες του έλαμπον, και οι δάκτυλοι των ποδών του πατώντες ελαφρά επί των μαύρων πλακών, υπεβάσταζον το σώμα του, το οποίον είχεν ευκαμψίαν πιθήκου, η δε μορφή του απάθειαν μομίας. — «Πού είνεηρώτησεν ο Τετράρχης. Ο Μαναή απήντησεν, δεικνύων διά του αντίχειρος έν αντικείμενον όπισθέν των. — Πάντα, εκεί! — Θαρρώ πως τον άκουσα!

Και ο Αντίπας αναπνεύσας βαθέως, εζήτησε πληροφορίας περί του Ιωχανάν, τον οποίον επικαλούμεν Άγιον Ιωάννην τον Βαπτιστήν. — Εφάνησαν έκτοτε οι δύο εκείνοι άνθρωποι, εις τους οποίους προ μηνών είχα επιτρέψη εξ επιεικίας την είσοδον εις την ειρκτήν του, και έμαθες τι ήλθαν να κάμουν; Ο Μαναή απήντησε. — «Αντήλλαξαν μαζύ του, κάτι λόγια μυστηριώδη, όπως οι κλέπται το βράδυ στα τρίστρατα.

Εν τούτοις εις το βάθος του δώματος, αριστερά επεφάνη είς άνθρωπος με χιτώνα λευκόν, γυμνόπους και με στωικόν ύφος. Ο Μαναή, από τα δεξιά, ώρμησε υψών την μάχαιράν του. Η Ηρωδιάς φωνάζει τον Μαναή — «Φόνευσέ τον». — «Στάσουτου λέγει ο Τετράρχης. — Ο Μαναή έμεινεν ακίνητος, ως και ο άλλος.

Οι Ιουδαίοι θα εμάνθανον το μυστικόν του. Η επιμονή του να μην θέλη ν' ανοίξη το σκέπασμα έκαμε τον Βιτέλλιον ν' ανυπομονή. — «Σπάσετέ την»! ανέκραξεν εις τους ραβδούχους. Ο Μαναή είχεν μαντεύσει την σκέψιν των.