Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Έλαμπον τα φώτα καθ' όλην την νύκτα, αιθερίως μαρμαίροντα επί των χρυσοκεντήτων των νυμφών στολισμάτων, κ' έλαμπον περισσότερον τα πρόσωπα των ωραίων και ξανθών νυμφών.
Η σελήνη ολονέν υψούτο εις το στερέωμα, αμαυρούσα και τα τελευταία αστεράκια, τα οποία αφανή έλαμπον δειλώς εις τας γωνίας του ουρανού. Η θάλασσα εφρικία ηρέμα από την λεπτήν αύραν την εξακολουθούσαν να πνέη ως λείψανον του ανέμου, όστις την είχεν αυλακώσει από πρωίας.
Ως ο βορράς Εκ' εις τα δένδρα πνέει, Ως το νερόν του ρύακος Χόρτων εν μέσω ρέει, Και ο χρόνος τανυσίπτερος Και φθίνει και περά. Και ως η ναυς, η πλέουσα, Υδραύλακας αφίνει Ούτως ο χρόνος προχωρεί, Αφίνων, ως εκείνη, Τας αναμνήσεις ίχνη του Μυθώδη, ζοφερά. Ήτο Αυγή· και έλαμπον Του έαρος τα κάλλη. Αστέρες, άλλοι έσβεννον, Κ' εφεγγοβόλουν άλλοι. Και, ως σαπφείρινος στοά, Η στέγη τ' ουρανού
Αλλ' ότε περί του μέλλοντος αυτής ωμίλει, γλυκύ μειδίαμα εφαίνετο εις τα χείλη του, και ακτίνες ελπίδος έλαμπον επί του μεγάλου μετώπου του. Ποτέ, ποτέ δεν θέλω λησμονήσει τον Γεροστάθην της ημέρας εκείνης! ήτο θείος! και θείον αίσθημα ενεφύσησεν εις τας νεανικάς μας καρδίας.
Η θεία-Αννούσα, σκεπασμένη πάντοτε με την μαύρην της χηρείας μανδήλαν, και η Θωμαή, φέρουσα επί της κεφαλής της βαρύ μαύρον σάλιον, ως καλογραία της Τήνου κουκουλωμένη, υπό το οποίον έλαμπον δύο κατάμαυροι οφθαλμοί, πλήρεις ζωής και χάριτος, οσάκις εσπόγγιζε τα δάκρυά της.
Και η θειά-Ζωίτσα εστεφανωμένη και αυτή με την αγριαμπελιάν και εζωσμένη την οσφύν, ομοία προς γραίαν υπηρέτιδα του αρχαίου θεού, περιήρχετο την άμπελον, ης τα φύλλα έλαμπον εκ των ακτίνων του ηλίου.
— Μέχρι τούδε δεν την έφθασεν· αλλά μεταδίδεται αδιακόπως εις νέας συνοικίας με δύναμιν ακαταμάχητον. Ο Βινίκιος εκέντησε δυνατώτερα τον ίππον του. Τα λευκά τείχη της Αρικίας έλαμπον όπισθέν του υπό τας ακτίνας της σελήνης. Η μετά την Αρικίαν οδός ανήρχετο ανηφορικώς και αποτόμως.
Τα μάτια έγειναν σαν αστραπή!. Τον καϋμένον διαβολάκον! τα μάτια του ήστραπτον περισσότερον παρά έλαμπον διότι το αποτέλεσμα του κρασιού εις τον διεγερμένον εγκέφαλον ήτο όχι μόνον έντονον, αλλά και απότομον. Αφήκε νευρικά την κούπα στο τραπέζι και επροχώρησε ανάμεσα από εκείνους που τον περιέβαλλον με ένα μάτι κατά το ήμισυ τρελλό.
Το παλαιόν φέσι του περιέδεε μανδήλιον βαμβακερόν, του οποίου αι λευκαί άκραι εκρέμαντο όπισθεν προς προφύλαξιν του ρυτιδωμένου αυχένος του. Υπό το φέσι έλαμπον οι ζωηροί οφθαλμοί του σκιαζόμενοι από δασείας πολιάς οφρύς. Ο ιδρώς έσταζεν από τους κροτάφους του.
Μάτια δαιμόνων αγρίως και τρομακτικώς ζωηρά προσηλώνοντο επ' εμού και εφαίνοντο ως παρακολουθούντα με οπουδήποτε και αν εστρεφόμην και από οιονδήποτε μέρος και αν τα παρηκολούθουν. Έλαμπον την απαισίαν λάμψιν, την οποίαν μάτην απεπειρώμην να θεωρώ ως φανταστικήν. Φανταστικήν! Και εν τούτοις εισέπνεα ατμοσφαίραν θερμασμένου σιδήρου. Η φυλακή μου είχε πληρωθή από αποπνικτικήν οσμήν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν