United States or Aruba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο καιρός εν τοσούτω ήτο τραχύς, φαιός, βροχερός και βαρύς. Τα σύννεφα κατέπιπτον σαν πένθιμος πέπλος από τα ύψη των βουνών και περιέβαλλον την ακτινοβολούσαν κορυφήν.

Η παιδίσκη παρείχε κατά μικρόν σημεία ζωής. Στεναγμός τις ελαφρός, ως λεπτή αύρα εν γαλήνη, εξήλθεν εκ των χειλέων της. Το πρόσωπον ήτο λευκόν, ως κηρός, και οι καστανοί βόστρυχοι της περιέβαλλον την μορφήν, ως στεφάνη γραπτής αγίας. Ο παλαιός στρατιώτης ησθάνετο παράδοξον και συμπαθή γοητείαν εις την θέαν του δυστήνου τούτου πλάσματος.

Και παρέμενα τοιουτοτρόπως, χωρίς να υποφέρω, χωρίς δύναμιν δράσεως, ακόμη Δεδιά να είπω ακριβέστερονχωρίς δύναμιν σκέψεως, αλλά με μίαν συγκεχυμένην και ληθαργικήν συνείδησιν του εγώ μου, που έζη, και της παρουσίας εκείνων που περιέβαλλον το κρεββάτι μου, μέχρι της στιγμής που, αφού η κρίσις θα ελάμβανεν ένα τέλος, θα ανεύρισκα αυθωρεί την τελείαν αίσθησιν.

Οι πλείστοι εκ των τελευταίων είχον την αυτήν με τους χριστιανούς υπόδυσιν, στιβάνια απλά ή τσαρδίνια σχιστά, σφιγγόμενα δι' ιμάντων, ώστε να προσαρμόζονται τελείως εις την κνήμην. Τα διακρίνοντα κυρίως τους Τούρκους από τους Χριστιανούς ήσαν τα ζωηρά και ανοικτά χρώματα του ιματισμού. Και εκ των Χριστιανών πολλοί περιέβαλλον το φέσι με μανδήλι, αλλά σκοτεινού μάλλον χρωματισμού.

Τα μάτια έγειναν σαν αστραπή!. Τον καϋμένον διαβολάκον! τα μάτια του ήστραπτον περισσότερον παρά έλαμπον διότι το αποτέλεσμα του κρασιού εις τον διεγερμένον εγκέφαλον ήτο όχι μόνον έντονον, αλλά και απότομον. Αφήκε νευρικά την κούπα στο τραπέζι και επροχώρησε ανάμεσα από εκείνους που τον περιέβαλλον με ένα μάτι κατά το ήμισυ τρελλό.

Εφοβούμην να προσηλώσω το πρώτον μου βλέμμα επάνω σε πράγματα, τα οποία ήσαν γύρω μου· όχι διότι εφοβούμην να ίδω φρικιαστικά πράγματα, αλλά διότι κατελήφθην από την φρίκην εκ μόνης της ιδέας ότι μπορεί να μη έβλεπα τίποτε. Τέλος με την καρδιά σφιγμένη άνοιξα ταχέως τα μάτια μου. Και ιδού ότι εβεβαιώνετο η υποψία μου. Τα σκότη της αιωνίας νυκτός με περιέβαλλον. Μετά δυσκολίας ανέπνεον.

Ενθυμήθη, και διευθυνθείς προς τον μικρόν τάφον του θυγατρίου του εγονυπέτησεν επ' αυτού και ανελύθη εις δάκρυα . . . Έκλαυσεν επί πολύ και τα δάκρυα εκείνα τον ανεκούφισαν . . . ωσάν να τον περιέβαλλον με μίαν γαλήνην, την οποίαν προ πολλού καιρού δεν είχεν αισθανθή. Όταν ηγέρθη, είδεν ενώπιόν του τον γέροντα φύλακα. — Σήμερα το βρήκατε, γιατρέ, να κλαίτε; είπεν ο γέρων.

Και οπόταν ούτος έστρεφε προς αυτούς, θέλων να κάμη ευληπτοτέρας τας λέξεις του, τον περιέβαλλον με βλέμμα πλήρες θρησκευτικού σεβασμού, ως να ήτο ο ίδιος εφευρέτης κ' εθαύμαζον την γονιμότητα του πνεύματός του, μετά τινος ζηλοτύπου μερίμνης διότι ήτο κύριος τοιούτου πράγματος!. . Και μικρόν κατά μικρόν αι φυσιογνωμίαι των χωρικών όλων εχωρίσθησαν εις τόσους καθρέπτας των ψυχικών εντυπώσεων εκάστου.