Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Αχ έλα, θάνατε πικρέ, και πάρε τι ζωή μου. Αφού και πλιο στερεύομαι τη μόνη παντοχή μου. Τη Χλόη μου να μη θωρώ, και ζωντανός να μείνω; Αχ τι ποτήρι μώδωκε το ριζικό, και πίνω! Μη πάυετε ματάκια μου να κλαίτε, να θρηνάτε, Το φως σας εβασίλεψε, τι άλλο καρτεράτε; Καρδιά γιατί με τυραγνάς, και βαριοπαραδαίρεις, Τον τόπο σου τον έχασες, σε τι βυθό με σέρεις!

Ενθυμήθη, και διευθυνθείς προς τον μικρόν τάφον του θυγατρίου του εγονυπέτησεν επ' αυτού και ανελύθη εις δάκρυα . . . Έκλαυσεν επί πολύ και τα δάκρυα εκείνα τον ανεκούφισαν . . . ωσάν να τον περιέβαλλον με μίαν γαλήνην, την οποίαν προ πολλού καιρού δεν είχεν αισθανθή. Όταν ηγέρθη, είδεν ενώπιόν του τον γέροντα φύλακα. — Σήμερα το βρήκατε, γιατρέ, να κλαίτε; είπεν ο γέρων.

Ρογός το εκ σανίδων διαμέρισμα εντός των αποθηκών οπού αποταμιεύεται ο σίτος, και αυτός ο σωρός του σίτου. Να κλαίτε το μερμήγγι. Πώταν η μοίρα τ' οργιστή με ψεύτικα φτερούγια Βγαίνειτον κόσμο και πετά. σ. 232233

Κυρία μου, απάντησε ο πορτιέρης, «οι κύριοι από δω σας εκλιπαρούν να τους εξηγείστε γιατί πρώτα μαστιγώνετε τα σκυλιά και μετά κλαίτε για αυτό, και επίσης πώς συμβαίνει και η κυρία που λιποθύμησε είναι γεμάτη ουλές. Μου ζήτησαν κυρία μου, να μιλήσω για αυτούς». Είναι αλήθεια κύριοι, είπε η Ζωηδία ορθώνοντας το ανάστημά της, « ότι αναθέσατε σε αυτόν τον άνθρωπο να μου κάνει αυτήν την ερώτηση

Κυττάτε, σ' αυτό εδώ το μέρος τον ετρύπησε πέρα ως πέρα το σπαθί του Κάσσιου. Δέστε τι άνοιγμα που έκανε ο ζηλιάρης ο Κάσκας. Να, εδώ έδωκε τη μαχαιριά ο πολυαγάπητος Βρούτος... Ευγενικές ψυχές, τι κλαίτε και μονάχα που το φόρεμα του Καίσαρός μας βλέπετε καταξεσχισμένο

Γιατί κλαίτε; τους ψιθύρισε· είνε ωραίος τέτοιος θάνατος, πολύ ωραίος!.. είνε ζωή! Και τάκλεισε πάλι. — Αχ, κακομοίρη! κακομοίρη!... ρέκαξε τ' αντρόγυνο με ψυχοπόνια. — Μα στ' αλήθια κλαίνε ; ρώτησε με απορία ο Θεομίσητος το διπλανό του. — Έτσι φαίνεται· και τέτοιος που ήταν τον ήθελαν. Το λένε αυτοί: Το αίμα νερό δε γίνεται. — Έφτασε το φως! είπε ο Κουτρουμπής μπαίνοντας με μια λάμπα.

Πνίξε τον πόνο σου, Αρετούλα, πνίξ' τονα για το χατίρι της μάννας μας. Δέσπω. Σώπα, εσύ, ακριβή μου, κι άφινέ τα εμένα τα μυρολόγια. Μην κλαίτε, παιδιά μου, αν κλαίτε σεις και στενάζετε, η μάννα σας τι να κάμη! Δόστε μου τα μένα τα δάκρια σας, που δε μούμειναν της κακόμοιρης! Δόστε μου τα να κλάψω, και να την πλημμυρίσω αυτή την αυλή που ανάθρεψα τη μονάκριβή μου. Αρετ.

ΓΙΑΓΙΑ Πού το έλπιζα, παιδί μου, να σε ξαναϊδώ! ΣΤΑΥΡΟΣ Καθήστε γιαγιά μου. Μην κλαίτε. Δεν κάνει να κλαίη κανείς άμα είναι στα χρόνια σας. Σε περίμενε το σπίτι, ο δρόμος, η χώρα, όλα σε περίμεναν. ΣΤΑΥΡΟΣ Σας πιστεύω, σας πιστεύω . . Κι αφού με περιμένατε δεν είτανε δυνατό παρά να έρθω μια μέρα . . . Έμαθες, Σταύρο, το θάνατό της;

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν