United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σύρε, κι' εγώ στον Πρίαμο μηνάω πως στα καράβια να πάει το λατρεμένο του παιδί να ξαγοράσει με δώρα που τα σωθικά να γιάνουν τ' ΑχιλέαΈτσι είπε, κι' άκουσε η θεά, η Θέτη η λεφκοπόδα, 120 κι' οχ του Ελύμπου τις κορφές κατέβηκε πετώντας, και στην καλύβα απέ έφτασε του γιου της.

Μικρός σαν είταν, ο Κισσιάς, της μάννας του ο πατέρας, της Θεανός, στον πύργο του τον είχε αναθρεμένα· κι' όταν στην ώρα απέ έφτασε της λεβεντιάς και νιότης, 225 κοντά του αφτού τον βάσταξε, γαμπρό του ναν τον κάνει· μα ότι τον πάντρεψε, άφισε τη νύφη αφτού και πήγε, όπου άκουγε τους Αχαιούς, με δώδεκά του πλοία. Όμως κατόπι τ' άφηκε τα πλοία στην Περκώτη και κίνησε να πάει πεζός.

Κόβει το κεφάλι ο Τούρκος, το περιτυλίγει με ξεπαραλυμένο σακκί, κι από σκοινί δεμένο τριγύρω το σφεντονίζει κάτω και κάτω, κατά τη Βρύση πούβγαιναν κάθε βράδυ να νεροκουβαλήσουν οι Χριστιανοπούλες. Το καναβάτσο ξεμπερδεύτηκε και πέταξε στο μισό το δρόμο, το κεφάλι όμως κατρακυλώντας κι αντιχτυπώντας από βράχο σε βράχο έφτασε στον τόπο που ήθελ' ο Τούρκος.

Στ' όνομα της Βασίλισσας σ' εξορκίζω, στ' όνομα της Ιζόλδης της ΞανθήςΤρεις φορές επανέλαβε στους φυγάδες την πρόσκλησι, εξ ονόματος της Ιζόλδης της Ξανθής. Άδικα. Εξαφανίστηκαν, κι' ο Μπλεχερή δεν μπόρεσε να φτάση παρά μόνον ένα από τάλογά τους, και το πήρε λάφυρο. Έφτασε στο παλάτι του Σαιν-Λουμπέν την ίδια στιγμή που είχε εγκατασταθή κει η Βασίλισσα.

Όμως άκουσα καθαρά τα λόγια και κανείς άλλος από μένα δεν μπόρεσε να τακούση: — Σας . . . αγαπώ . . . τόσο . . . πολύ. Φαίνεται πως θα φώναξα από τον πόνο. Γιατί αιστάνθηκα πως μ' αγκαλιάσανε χέρια και με βαστάξανε. Κ' η κραυγή που μου ξέφυγε, έφτασε και την ετοιμοθάνατη.

Μη φοβάσαι, κοπέλλα μου, μη φοβάσαι, την καθησύχασε κείνος· έχω δυο μάτια εγώ, δυο μάτια που βλέπω· ένα για τα ψηλά κ' ένα για τα χαμλά... μη φοβάσαι. — Δυο μάτια είχε κι ο αδερφός σου. — Μα δεν είχε μαζί του το φυλαχτό. — Ποιο φυλαχτό; — Εσένα, ψυχούλα μου... Έφτασε ως τόσο κ' η μέρα του γάμου. Από την προπαραμονή άρχισαν νάρχωνται πλήθος τα δώρα.

Ο Διάδοχος με το στρατό του έκαμε ό,τι μπόρεσε, και έφτασε στα Βοδενά, στη Γουμέντσα, στη Θεσσαλονίκη, πήρε τη Χαλκιδική, το Λαγκαδά, τη Νιγρίτα, τις Ελευθερές, και έστειλε ευζωνάκια στο Γεύγελι και ιππικό στις Σέρρες. Έπειτα ανέβηκε και έπιασε το Όστροβο και τη Φλώρινα, και ο στρατός του πρόβηκε τέλος και ως στην Κορυτσά.

Ναι, έπρεπε να φύγει, να πάει να βρει την τύχη του. Για να μην ξαναπεράσει μπροστά από το σπίτι της καλής του, κατέβηκε ένα στενό, έπειτα ένα άλλο, μέχρι που έφτασε σ’ ένα πλάτωμα όπου πρόβαλαν τα ερείπια μιας εκκλησίας.

Καθένας είχε το καρδιοχτύπι του ώστε να ιδή τον νεκρό μήπως ήταν παιδί, αδερφός, συγγενής, φίλος. Όλοι έτρεμαν από την αβεβαιότητα. Τέλος έφτασε και η μηχανή του Πίπιζα και πρώτος επήδησε στην αμμουδιά ο πατέρας σου. Ωιμέ το φριχτό θέαμα! Ο Νικόλας Ραφαλιάς ήταν νεκρός στον άμμο με μια πληγή ορθάνοιχτη στο αριστερό πλευρό κάτω από την αμασχάλη. Για το μελάτι ο πατέρας σου εσκότωσε τον αδερφό του.

Έπειτα με τον λάζο αρχίζει και σκάφτει τον τάφο τους. Επαιδεύτηκε κάπου μιαν ώρα στον άμμο. Τον άνοιξε καλά· απίθωσε πρώτα τ' αδέρφια, έπειτα τον ναύκληρο, κατόπιν τους ναύτες, εκύλισεν απάνω πέτρες και χάλαρα. Έπειτα έπιασε πάλι τη στράτα του κ' έφτασε στα Θεραπειά· βρίσκει το βαπόρι, έφτασε πάλι στο μπάρκο. — Έτοιμα; ρωτά τον γραμματικό. — Έτοιμα. — Φόρα την άγκυρα.