United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και το σκαφτό σα διάβηκαν χαντάκι, παν καθίζουν στα παστρικά, όπου φαίνουνταν στη μέση μια άδια θέση δίχως κουφάρια κατά γης, όθενες, πίσω πάλι 200 είχε γυρίσει ο Έχτορας, σα βάραε τους Αργίτες κι' έφτασε η νύχτα κι' έκρυψε όλα τα πάντα γύρω. Εκεί έκατσαν κι' αρχίνησαν να λεν το τι θα κάνουν.

Αλλά κιαπό την αυλή ήρθε της μάνας μου η κατάρα: — Στη ψυχή σου να το βρης το μεγάλο κακό που μούκαμες! Το Βαγγελιό ήτο σε μεγάλη εξασθένηση· μετά δε την παραπάνω σκηνή έπεσε σε τέτοια κρίση, ώστε φάνηκε πως έφτασε το τέλος της. Αρκετές μέρες δε μπόρεσε να σηκωθή από το κρεβάτι.

Ολοένα και περσότερο γινότανε χαρούμενος και προχώρεσε παρέκει ως το λιβάδι κάτω, όπου είναι το μικρό εξοχικό βασιλικό παλάτι, κι όταν βγήκε όξω στο δρόμο άρχισε να τρέχη. Έτρεξε, έτρεξε κι όταν έφτασε στην ψηλή πόρτα με τα κάγκελα, είδε πως είτανε πάλι κοντά στο σπίτι.

Οι δυο ξένοι, που ζητούσανε τα χνάρια της νεανικής τους ευτυχίας, βρεθήκανε και δω μπροστά σ' ερείπια. Είτανε σα να τους κυνηγούσανε παντού χαλάσματα. Και κυριεμένη από μια ανησυχαστική αγωνία η Έλσα άφησε το μπράτσο μου. Ανέβηκε το λόφο, το γεμάτο ξερόκλαδα, κ' έφτασε σ' ένα φράχτη που του έλειπε η πόρτα και στους πάλους απομένανε δυο σκουριασμένα, στραβωμένα σίδερα.

Κι άμα έχυσαν κρασί για τιμή του Διόνυσου, έτρωγαν έχοντας στεφανωμένα τα κεφάλια με κισσό. Κι όταν έφτασε η ώρα, σαν ετραγούδησαν τον Ίακχο κ' εφώναξαν «ευοί», ξεπροβόδιζαν το Δάφνη, αφού του εγέμισαν το ταγάρι κρέατα και ψωμιά. Τούδωκαν και τις φάσες και τις τσίχλες να της πάη του Δάμωνα και της Μυρτάλης, επειδή αυτοί θα έπιαναν άλλες όσο θα βαστούσε ο χειμώνας και δε θάλειπε ο κισσός.

Ο Κοντοπάνης, ύστερ' από πολύ κόπο, έφτασε και τον αρρεβώνιασε με την κόρη του· από το άλλο όμως μέρος του ερρίχτηκε ο παππά Συνέσιος για την κουμπαρούλα του, την κόρη του Μαρούπα· του εμπήκε με τα όλα του και τον έχει στα δυο στενά να τονε παντρέψη.

Όταν η συνοδεία του πασά έφτασε και στο Χόντζα, ακούστηκε το «Αλτσάτκιάρχισαν και τα Τουρκάκια κάτι να ψάλλουν. Έπειτα ανακατευτήκαμε και πηγαίναμε όλοι μαζή. Αλλά σε λίγο κάτι είπαν ένα δικό μας παιδί κένα Τουρκάκι κιαρπάχτηκαν· και σε μια στιγμή η συμπλοκή γενικεύτηκε. Βροχή οι πέτρες και στη μέση ο πασάς.

Για καρτερείτε τους οχτρούς εδώ κοντά ως να φτάσουν που τα γοργά μας έχουμε καράβια τραβηγμένα, στης αφρισμένης θάλασσας την άκρη, για να δείτε τάχα θ' απλώσει απάνου σας ο Δίας το δεξύ τουΈτσι προστάζοντας παντού τα τάγματα περνούσε, 250 κι' έφτασε ομπρός στους Κρητικούς σα διάβαινε το πλήθος.

Τράβηξε τον ανήφορο, γύρισε το σοκάκι, άφησε δεξιά του την εκκλησιά, πήρε το δρόμο ίσια, με τρεκλίσματα και βόλτες. Έφτασε κοντά στην παληά δημαρχία. Δίπλα σε μια μάντρα ήτανε ένα γκρεμισμένο ρημάδι. Χρόνια και χρόνια αποθήκη με σανά. Χτύπησε την πόρτα με τα χέρια του. — Μοσχαδώ· άνοιξε, Μοσχαδώ. Ούτε φωνή, ούτε ακρόασι. Η βραχνιασμένη φωνή αντήχησε άγρια μέσα στο σκοτάδι. Το σοκάκι ήτανε έρημο.

Μα, προτού τα λαγωνικά το ξεπετάξουν από τον κρυψώνα του, ο κύριός τους θα λάβη τέτοια πληγή που κανείς γιατρός δε θα μπορέση να την γιατρέψη. Όταν ο Ντενοαλέν έφτασε κοντά, ο Τριστάνος πέταξε χάμω την κάπα του, ώρμησε, κι' ωρθώθηκε μπρος στον εχτρό του. Ο προδότης θέλει να φύγη. Δεν πρόφτασε να φωνάξη: «Μ' έφαγες!», κ' έπεσε από τάλογο.