Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Ο θωπευτικός δε τρόπος με τον οποίον απευθύνονται προς τον καραβοκύρην και η ερωτότροπος επωδός «μάγια μούκαμες» μαρτυρούν ότι είνε διατεθειμέναι να προβούν εις σοβαράς θυσίας διά το κοκκινάδι, το οποίον, κατά τον καραβοκύρην: Πέντε γρόσια έχει το δράμι....

Κατά την αλήθεια που λες να βρης και σωτηρία. Ντα δεν το θωρώ, μωρή, πως εσύ τώφερες στο θάνατο το παιδί μου; Εσύ μούρριξες στο σπίτι μου φωτιά και το μεγάλο κακό που μούκαμες ο Θεός να σου το δώση. Σαυτόν τον κόσμο το βρήκες· να το βρης και στον άλλον κόσμο. Ο Θεός να σου δώση όλο το μεγάλο κακό κιάδικο που μούκαμες. Τα μάτια της άρρωστης ήσαν γεμάτα δάκρυα.

Και είπε: — Μα γιάειντα τα λες αυτά, θυγατέρα μου; για να χαλάσης τη χαρά που μούκαμες με την καλλιτεράδα σου; — Έχεις δίκιο, μάνα μου, και δε θα ξαναπώ τέτοια πράμματα. Κιαπό 'δα και πέρα όλο θα πολεμώ να σευχαριστώ. Τωόντι την άλλη μέρα είπε πως πάλι ήτο καλά και πάλι σηκώθηκε· κη καλλιτέρεψη της υγείας της κράτησε μέρες.

Ντιπ! ντιπ! . .. εψιθύρισε κι ο Αλαμάνος αργά, ζητώντας να εύρη τη ρίζα και τη σημασία της. — Ναι... με συγχωρείτε· εψιθύρισε σαστισμένος ο Αριστόδημος· είνε λέξη βάρβαρη· ξέρετε ... άμα κανείς θυμώση δε φροντίζει για τη γλώσσα του. Έπειτα γύρισε στον αδερφό του και του είπε με παράπονο·Βλέπεις τι μούκαμες μπροστά στους ξένους; Μέφερες σε θέση να μεταχειριστώ λέξη πρόστυχη.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Έννοια σου, φίλε, κι' αρκετά μούκαμες συ κυλίματα με τα δικά μου χρήματα, σε άλλους δίκες να χρωστώ, και για τους τόκους πάλι που έγιναν, ενέχυρα να μου γυρεύουν άλλοι. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Κάποιος δικαστικός κλητήρ μ' εδάγκωσε στο στρώμα. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μπορείς και να κοιμάσαι, μα τούτο να θυμάσαι: τα χρέη πούχεις βάλη, μια 'μέρα θα σου σωριασθούν απάνω στο κεφάλι.

Αλλά κιαπό την αυλή ήρθε της μάνας μου η κατάρα: — Στη ψυχή σου να το βρης το μεγάλο κακό που μούκαμες! Το Βαγγελιό ήτο σε μεγάλη εξασθένηση· μετά δε την παραπάνω σκηνή έπεσε σε τέτοια κρίση, ώστε φάνηκε πως έφτασε το τέλος της. Αρκετές μέρες δε μπόρεσε να σηκωθή από το κρεβάτι.

Και τουλόγου σου δε φοβάσαι, θεια, είπε στη μάνα μου, πως και μένα μου κάνεις μεγάλο άδικο μ' αυτά που μου λες; Σα να μη άκουσε η μητέρα μου, τράβηξε προς τη θύρα και ξανάλεγε την κατάρα της: — Ο Θεός να σου δώση στη ψυχή σου το μεγάλο κακό που μούκαμες! Κιούτε γύρισε νακούση το φοβερό λόγο που της ήρθε στην πόρτα από το κρεβάτι της φθισικής: — Δεν πιστεύγεις, θεια, τα λόγια μιας ποθαμένης;

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν