United States or Saint Vincent and the Grenadines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η πατριωτική αισθηματολογία που πλημμύριζε την καρδιά του τού στούμπωσε το λάρυγγα. Τα δάκρυα άρχισαν να πέφτουν ακράτητα και το σώμα του να ταράζεται λες κ' έπαθε από σεληνιασμό. — Κουρδίστηκε τ' οργανέτο και παίζει· εσκέφτηκε ο Αλαμάνος με θλίψη. — Τ' ακούς; είπε σε λίγο με ασθματική φωνή ο Αριστόδημος. Τούτα να κυττάς εσύ και ν' αφίνης το γουρνάρη στα χάλια του.

Τρεις σοφοί με ματογυάλια και μολυβοκόντυλα στο χέρι. Είναι ο Γρηγόρης Αλαμανός ένας, ο Ηρακλής Γκενεβέζος και ο Θουκυδίδης Περαχώρας. Και οι τρεις τους είνε ξενομερίτες. Μα οι δυο τελευταίοι, από το θαυμασμό που έχουν στους προγόνους του Ευμορφόπουλου, άλλαξαν τα ονόματά τους με χτυπητά ονόματα εκεινών. Είχαν δουλειά τους να μελετούν τα βιβλία και τα χερόγραφα κάθε καιρού και τόπου.

Πέτρα στην πέτρασπάσανε κι οι δυο εψιθύρισε στ' αφτί του Ζάρακα ο Θεομίσητος. — Ντροπή επί τέλους! του είπε κείνος αυστηρά. Η Ελπίδα κι ο Δημητράκης γονατιστοί ζερβόδεξα στον Αρχαιολόγο του σφούγκιζαν τα αίματα κ' έκλαιγαν σιγαλά. Ο Αλαμάνος σκεφτικός προσπαθούσε να τον απαλλάξη από τα συντρίμματα. Μια στιγμή άνοιξε τα μάτια εκείνος και τους κύτταξε περίεργα.

Ντιπ! ντιπ! . .. εψιθύρισε κι ο Αλαμάνος αργά, ζητώντας να εύρη τη ρίζα και τη σημασία της. — Ναι... με συγχωρείτε· εψιθύρισε σαστισμένος ο Αριστόδημος· είνε λέξη βάρβαρη· ξέρετε ... άμα κανείς θυμώση δε φροντίζει για τη γλώσσα του. Έπειτα γύρισε στον αδερφό του και του είπε με παράπονο·Βλέπεις τι μούκαμες μπροστά στους ξένους; Μέφερες σε θέση να μεταχειριστώ λέξη πρόστυχη.

Ο Αλαμάνος γύρισε και τον κύτταξε με περιφρόνηση. Ούτε κι ο θάνατος, λοιπόν, δε στόμωνε το μίσος του! Με τη θαυμαστή επιμονή του κατώρθωσε ο Αλαμάνος να τα ισάξη όλα στην πατρίδα του και να τρέξη πάλε στο μεγάλο του σκοπό. Έτυχε απάνω στο ψυχομάχημα της κυρά Πανώριας· μα κ' εκείνο ήταν σημαντικό για την υπόθεσή του.

Δε χρειάζεται· του είπε ο Αλαμάνος με κρυφή χαρά· ξημέρωσε πια. Πέθανε· τον έθαψαν τον Αρχαιολόγο. Κ' έμειναν εκείνοι καλά κ' εμείς εδώ καλήτερα. 1903. Μπαμ!... εξάφνισε τον αντίλαλο του δάσου κ' έκοψε των πουλιών το λάλημα.

Μα ο Αριστόδημος πειράχτηκε· πήρε για προσβολή τα υστερνά λόγια του Αλαμάνου. — Να είστε βέβαιοι, είπε από τη θέση του, πως και άνευ της Ελπίδος το σπίτι των Ευμορφόπουλων δεν θα εγίνετο κτήμα ουδενός· ναι, ουδενός ! — Πιθανόν είπε ο Αλαμάνος. — Όχι πιθανόν· είνε βέβαιον ! είπε ο Αριστόδημος ορθοστεκάμενος. Τόσο βέβαιον όσο πως είμ' εγώ που σας ομιλώ τώρα.

— Η συγγενής σας ; εφώναξε ο Περαχώρας, κυττάζοντας προσεχτικώτερα την κόρη. — Όχι· δηλαδή ναι, συγγενής μας· εμάσισε ο Αριστόδημος· μα δεν έχουμε καμιά σχέση μαζί της. — Πώς, αφού είνε συγγενής σας; τον ρώτησε ο Αλαμάνος. — Μακρινή συγγένεια· είνε αίμα μας αλλά νοθεμένο. — Ξέρω, ξέρω· τον έκοψε ο Περαχώρας· τη μητέρα της την ατίμασε κάποιος Χαγάνος.

Έπειτα απίθωσαν τα γυαλιά τους απάνω στα χερόγραφα, λες κ' ήθελαν να δείξουν πως για τέτοια μελέτη τους ήταν άχρηστα. Ο Αλαμάνος σηκώθηκε από τη θέση του κ' έτρεξε στο παράθυρο. — Α! είπε, μόλις αντίκρυσε κάτω· βλέπω τη Δήμητρα, ίδια τη Δήμητρα να χύνη τους καρπούς άφθονους στον εκλεκτό της. Φτάσανε κ' οι άλλοι κ' εστριμώνονταν ποιος να ιδή καλήτερα στον κήπο.

Ήθελε να τους διώξουν από το γάμο· να μη δεχθούν ούτε αυτούς ούτε τα δώρα τους. — Αυτοί, μωρέ παιδί μου, δεν ήρθαν γι' άλλο παρά να μας εξευτελίσουν έλεγε θυμωμένος. — Κάτσε ήσυχος, κάτσε ήσυχος, μωρ' αδερφέ, που θα διώξουμε τον κόσμο! τούλεγε ο Δημητράκης. Ταχυά και μεις τους τ' αποδίνουμε. Τυχερό εκείνη την ώρα πλάκωσε κι ο Αλαμάνος κι έτσι κόπηκε η φιλονεικία τους.