United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Συμπάθησέ με, Ελπίδα, συμπάθησέ με· είπε με θλιμμένη φωνή. Δεν ήθελα να δείξω άλλο από το θαυμασμό μου. Το θαυμασμό μου σε σένα και στο έργο σου. Έλα, κάτσε κοντά μου κ' έχω κάτι να σου μιλήσω ακόμα. Έλα, να ζήσης ... — Τι θες ; είπεν η κόρη πισωγυρίζοντας. — Πες μου σε παρακαλώ. Μα θα μου ειπής την αλήθεια; — Γιατί όχι; Εγώ ψέματα δεν έμαθα. Η αλήθεια είνε το μοναχό στολίδι μου.

Μέσα στα άγριο πέλαγο μια εξεχώριζα ταρναριστή φωνή, τη φωνή του διαλαλητή· ένα εγνώριζα αίσθημα τον θαυμασμό των γερόντων μας· έναν πόθο την ευχή των · — Να λεβεντονιός για να γίνη άντρας μας! Με το χάραμα είδα κατάπλωρα συγνεφοσκεπασμένο το νησί μας. Τρία μίλια ηθέλαμε ακόμη. Μα τρία μίλια γερά. Τα μπράτσα ελύθηκαν όλη νύχτα επάνω στο κουπί, τα πρόσωπα εσούρωσαν τα μάτια εθόλωσαν.

Κ' είχε και κάτι μικρούτσικα αυτάκια ροδοκόκκινα σαν κορίτσι και τα δόντια του, όταν γέλαγε, ασπρίζανε σαν το ρύζι κάτω απ’ το μαύρο μουστακάκι, το άστριφτο ακόμα, που δεν εννοούσε να μεγαλώση: έτσι έλεγε μέσα της κάθε φορά που τον κύτταζε με λαχτάρα και θαυμασμό για τα τόσα νιάτα, η άμοιρη η γυναίκα του.

Γιατί όπως πολύ καλά λέει η μητέρα, επήρα το θαυμασμό μου στη Μαρία για έρωτα. Η υπερηφάνειά της, η αντίστασίς της, ναι, η αντίστασίς της μέκαμαν να πάρω τη μεγάλη αυτή απόφασι. Σκηνή β'. Α! Είσ' εδώ; Καλημέρα, παιδί μου! Δεν έχω τίποτα. Λοιπόν η Κιρκασία σου προχωρεί; Μ α ρ ί α. Ναι! Αν και μετανόησα σήμερα που πήγα. Είμαι όλη ταραγμένη! Ανήσυχη. Κ ώ σ τ α ς. Γιατί;

Οι άντρες και με τα μάτια και με τα χέρια και με τα λόγια έδειχναν τον τρανό θαυμασμό τους για τα έργατα των παπούδων τους, και κάποτε κάποτε δε λησμονούσαν να ρίχνουν βαριά κατάρα και φοβερό ανάθεμα, σ' εκείνους τους άθεους που τα χάλασαν και τα ξεχώνιασαν. Κ' έτρεχαν όλοι μαζί από πόρτα σε πόρτα κι από προμαχώνα σε προμαχώνα.

Ύστερα γυρίσανε τα παιδιά το ένα στο άλλο και λέγανε με θαυμασμό: «Μωρέ είδες από τι ψήλωμα έπεσε ο καμπουράκης! Πέντε μπόγια ψήλωμα». Ο Γιαννάκης ήτανε ξαπλωμένος χλωμός κι' ακίνητος απάνω στο σανίδι. Μα και ξαπλωμένος φαινότανε περήφανος και θαρρούσες πως χαμογελούσε στα παιδιά που τον τριγύριζαν. Ήτανε περήφανος, που έπεσε από τόσο ψηλά.

Οι άντρες και με τα μάτια και με τα χέρια και με τα λόγια έδειχναν τον τρανό θαυμασμό τους για τα έργατα των παπούδων τους, και κάποτε κάποτε δε λησμονούσαν να ρίχνουν βαριά κατάρα και φοβερό ανάθεμα σ' εκείνους τους άθεους που τα χάλασαν και τα ξεχώνιασαν. Κ' έτρεχαν όλοι μαζί από πόρτα σε πόρτα κι από προμαχώνα σε προμαχώνα.

Τον κύτταζαν με θαυμασμό και κάποτε, όταν ήτανε νύκτα ή σκοτεινιά, με φόβο. Και δεν ήτανε μονάχα οι ανθρώποι. Τα σκυλιά τον έπαιρναν από πίσω και τον γαυγίζανε σα λυσσασμένα. Δεν κοτούσε να περάση από γειτονιά, από δρόμο ή από στάνη. Μόλις τον απείκαζαν τα σκυλιά, μικρά, μεγάλα, χυμούσανε να τον φάνε.

Πολλοί άξιοι κληρικοί, που περνούνε τη ζωή τους με θαυμαστές αγαθοεργίες, ζουν και πεθαίνουν απαρατήρητοι κι αγνώριστοι· αλλ' αρκεί ένας επιπόλαιος, αμόρφωτος αρριβίστ, από όποιο από τα δύο Πανεπιστήμια, ν' ανέβη πάνω στο βήμα και να εκφράση τις αμφιβολίες του για την Κιβωτό του Νώε, τον όνο του Βαλαάμ ή τον Ιωνά και το κήτος για να τρέξη η μισή Λόντρα να τον ακούση και να κάθηται μ' ανοικτό το στόμα σ' εκστατικό θαυμασμό προς το υπέροχο μυαλό του.

Τ' ομολογώ επλανέθηκα στον άγνωμο σκοπό μου· Και καταφρόνια ανέλπιστα θωρώ με θαυμασμό μου· Μικροί μεγάλοι με μισάν· κανένας δε με θέλει. Αν είμαι, ή αν δε βρίσκομαι, τελείως δεν τους μέλει. Και σα να μ' είχαν όχτρητα το πρόσωπο γυρίζουν, Αλλ' ως κι' οι φίλοι μου οι παλαιοί, κι' αυτοί δε με γνωρίζουν· Κι' αν κανενός αποκοτάω δυο λόγια να μιλήσω, Φεύγει με πάτημα γοργό, μηδέ τηράει οπίσω.