United States or Timor-Leste ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, τον άλλον σκέπασεν η σκοτεινιά του πόνου, 315 με τα δυο χέρια φούκτωσε της γης το μαύρο χώμα, και το 'χυσε, με βογγητούς, 'ς την άσπρη κεφαλή του. κείνου ραΐζετο η καρδιά, καιτο ρουθούν' η πίκρα του ξέσπασ' ήδη, ως κύτταζε τον ποθητόν πατέρα. εχύθηκε, 'ς την αγκαλιά τον έσφιξε και του 'πε· 320 «Εγώ 'μαι αυτός, 'που αναζητείς, ιδού, πατέρα, εμπρός σου· τον χρόνον έφθασα εικοστόντην γην την πατρική μου. αλλά παύσε τα κλάϋματα και το παράπονό σου, ν' ακούσης ό,τι θα σου ειπώ· πολύ μας βιάζ' η ανάγκη·τα δώματά μας φόνευσα τους ασεβείς μνηστήραις, 325 και τ' άπρεπα εκδικήθηκα και απάνθρωπά τους έργα».

Ξακολούθησαν έτσι ως μια ώρα δρόμο, όταν έφτασαν σε μια ράχη, οπούθε φαίνουνταν τα Γιάννινα μέσα στη σκοτεινιά της νύχτας, με τα πολλά τους φώσια, σαν απέραντο πάπλωμα, κεντημένο με χρυσά αστέρια. Σ' αυτή τη μεριά ο Φετάνης λέγει του Λέντζου: — Έχ'ς ένα τσιγάρο;

Η φοβερή αγωνία αρχίζει να περνά κ' η γυναίκα μου αιστάνεται τον εαυτό της καλήτερα μέρα με την ημέρα. Έπειτα από τη σκοτεινιά του χειμώνα θα μακρύνουν οι μέρες κ' οι ώρες θα γίνουνε φωτεινότερες. 8 του Δεκέμβρη Είναι καιρός που δεν άγγιξα το ημερολόγιό μου. Μα ο λόγος είναι πως εργαζόμουνα. Έγραψα ένα θεατρικό έργο.

Μου παρουσιάζεσαι ακόμη μια φορά, όχι τέτοιος, όποιος είσαι τώρα μέσα στη σκοτεινιά του Άδου, αλλά τέτοιος &που έπρεπε να είσαι&, σκορπίζοντας σ' όλους τους ανέμους μιαν ύπαρξι γεμάτη μεγαλοπρέπεια και όνειρα, μέσα στην σκοτεινήν πόλιν των οραμάτων, στη Βενετία σου, στον γεμάτον από άστρα αυτόν παράδεισον κοντά στη θάλασσα, με τα παλάτια της που στο πνεύμα του Παλλάδιο χρωστά, τα παλάτια της με τα μεγάλα παράθυρα, που λες και ρεμβάζουν επάνω στα μυστηριώδη και σιγηλά νερά της.

Χαλασμός κόσμου όξω, μπουρίνι, νεροποντή, σκοτεινιά. Ο Μοναχάκης σαλπάριζε... Όταν καμμιά φορά τον έβλεπαν και γύριζε ύστερ' από μήνες, τα γεροντάκια έκαναν τον σταυρό τους κάτω στον καφενέ. — Γερο-Μελιγκόνη, καλώς τα δέχτηκες! Το μπρίκι του ξαδέρφου σου. Ο Μελιγκόνης κουνούσε το κεφάλι του. — Τι να σας πω; Έχει μέρες ο Μοναχάκης. Σαν έχης μέρες, στη φωτιά να πέσης θα γλυτώσης.

Εμείς οι συνομήλικες που κατά τον Ευρώτα σαν άντρες θε να τρέξωμε, διακόσες τόσες κόρες, μόλις η Ελένη η ώμορφη προβάλη ανάμεσα μας καμμιά από 'μας δε δείχνεται, καμμιά δίχως ψεγάδι. Αυγή, δείχνοντας ώμορφη τη διάφανή της όψη, σελήνη, ωραία βασίλισσα στη σκοτεινιά της νύχτας, άνοιξη Ανθοπερίχυτη κ' ύστερ' απ' το χειμώνα, τέτοια η χρυσή η Ελένη μας ανάμεσά μας λάμπει.

Πρώτος του Τελαμώνα ο γιος, των Αχαιών το κάστρο, 5 έσπασε λόχο Τρωικό κι' αλάφρωσε τους φίλους, άντρα λεβέντη ορθόκορμο τρυπώντας, τον Ακάμα, που μες στους Θράκες είτανε το πιο καλό κοντάρι. Αφτόνε πρώτος βάρεσε στου φουντοπλούμιου κράνους τη λάμα, κι' έμπηξε μπροστά στο κούτελό του τ' όπλο· 10 κι' ως μέσα χώθηκε ο χαλκός του στόκου, διαπερνώντας το κόκκαλα, και σκοτεινιά του σκέπασε τα μάτια.

Έλα μαζύ μου! πράματα θέλω να ειπώ σε σένα, μόνο σε σένα, μυστικά να σου τα ειπώ στ' αυτί σου, και στης σιγής τη σκοτεινιά να μείνουν σκεπασμένα. Έχε το νου σου, μάννα μου, μήπως και συ το πάθης σαν της παρθένες που έσφαλαν και κρυφοπαντρευθήκαν• μη ρίξης στο θεό και συ του σφάλματος το βάρος, για ν' αποφύγης τη ντροπή της γέννας της δικής μου, και ειπής πως μ' έχεις με θεό, χωρίς θεός να είνε.

Και όταν η βραδυνή σκοτεινιά ετύλιξε το καράβι, — που ταχύτερα τώρα πηδούσε σ' τα κύματα για τη χώρα του Βασιληά Μάρκου, — αιώνια ενωμένοι, αφέθηκαν στον έρωτα! Ο Βασιληάς Μάρκος υπεδέχθη την Ιζόλδη την Ξανθή στην παραλία. Ο Τριστάνος την επήρε από το χέρι και την ωδήγησε μπρος στο Βασιληά. Ο Βασιληάς την πήρε στην κατοχή του πιάνοντάς την κι' αυτός από το χέρι.

Όλος ο κόσμος είχε αλλάξει όψη γύρω μας. Το φεγγαράκι εβύθισε και πάει μέσα στα αθώρητα τα βάθη του γιαλού. Έσβυσαν πάνω, μες τη σκοτεινιά, και οι βουνοκορφάδες του Ταΰγετου. Εμούντωσαν τα πέλαγα στα πλάτη τους τρομαχτικά. Εμάβρισαν τα περιγιάλια γύρω μας.