United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θάψτε με δίχως κλάυματα και δίχως μοιρολόγια, Τουφέκια να μου ρίχνετε, τραγούδια να μου λέτε. Μαζί μου, μέσ' 'ς το μνήμα μου, και το καυκί μου βάλτε, Το πλουμιστό μου το καυκί, τον ώμορφο αραγό μου, Το πενταπήχινο ραβδί, την ακριβή φλογέρα, Και τ' ασημένια τ' άρματα. Λεν πωςτον Κάτω Κόσμο Οι νιοι βαστάνε τ' άρματα κ' η λυγερές τους στόλους.

Και όταν εγύρισα από το ταξείδι αυτός μου είπε, πως ευρίσκοντας την γυναίκα μου που έκανε ατιμίαν εις την τιμήν μου, η δικαιοσύνη διέταξε και την έθαψαν ζωντανήν διά παιδείαν του σφάλματός της, διά το οποίον συμβεβηκός αυτός εδοκίμασε τόσην θλίψιν και παράπονον εις την ατιμίαν μου, που από τα πολλά κλαύματα που έχυσεν έχασε τους οφθαλμούς του.

Είπε, τον άλλον σκέπασεν η σκοτεινιά του πόνου, 315 με τα δυο χέρια φούκτωσε της γης το μαύρο χώμα, και το 'χυσε, με βογγητούς, 'ς την άσπρη κεφαλή του. κείνου ραΐζετο η καρδιά, καιτο ρουθούν' η πίκρα του ξέσπασ' ήδη, ως κύτταζε τον ποθητόν πατέρα. εχύθηκε, 'ς την αγκαλιά τον έσφιξε και του 'πε· 320 «Εγώ 'μαι αυτός, 'που αναζητείς, ιδού, πατέρα, εμπρός σου· τον χρόνον έφθασα εικοστόντην γην την πατρική μου. αλλά παύσε τα κλάϋματα και το παράπονό σου, ν' ακούσης ό,τι θα σου ειπώ· πολύ μας βιάζ' η ανάγκη·τα δώματά μας φόνευσα τους ασεβείς μνηστήραις, 325 και τ' άπρεπα εκδικήθηκα και απάνθρωπά τους έργα».

Διαβολόπαιδο! εφώναξεν ο Δημήτρης εν αγανακτήσει. Και διά της καλάμου την οποίαν εκράτει εις χείρας έπλεξε τον μικρόν κατά τα νώτα. Τα παιδία εκ συμφώνου ήρχισαν ευθύς, τας φωνάς και τα κλαύματα, τρέχοντα εδώ κ' εκεί ως χήνες κατά την ώραν της βροχής.

Στον καιρό του κατατρεγμού τα πήραν μαζί τους οι κατατρεγμένοι και πήγαιναν από πατέρα σε παιδί, παρηγοριά κ' ελπίδα τους. Το βρέφος καθώς τάνοιωσε απάνω του έβαλε τα κλάυματα. Ο γέρος το λυπήθηκε. — Μην κάνης έτσι, παιδί μου· του είπε μισοκλαίοντας κι ο ίδιος. Είνε βαρειά, το ξέρω, μα είνε ανάγκη να τα βαστάξης. Τούτα είνε η αληθινή κληρονομιά των προγόνων μας.

Ο ύπνος εκυρίευσεν ευθύς τας αισθήσεις μου, και αποκοιμήθηκα χωρίς να φάγω τίποτε· προς δε τα ξημερώματα της ερχομένης ημέρας κάποιες φωνές παραπονετικές και κλαύματα με έκαμαν να εξυπνήσω· εστάθηκα καμπόσον ήσυχος διά να καταλάβω τι ήτον, και μου εφάνη ότι αυτά τα παραπονέματα να ήταν ωσάν τινός γυναικός καταδικασμένης εις θάνατον, καθώς και αληθώς ήταν· και ακούσατε την ιστορίαν της.

Εις το αναμεταξύ που ο εξωτικός έτσι μου ωμιλούσεν, εγώ έστεκα δοσμένη εις κλαύματα και εις παράπονα. Δυστυχισμένη Μάλκα, έλεγα.

Ήσαν τέκνα άρρενα και τα δύο της θυγατρός της, ορφανά πατρός τα δυστυχή, κοιμώμενα και εγειρόμενα εις τον έρημον της «μανούς» οίκον, όνπερ επλήρουν άλλοτε με τας φλυαρίας των και άλλοτε με τα κλαύματά των. Η μήτηρ των επήγαινεν εις τους αγρούς «μεροκάματο» διά να ζη.

Οι υγοί του τον κρατάν· Του φωνάζουν· τον ρωτάν· Μόν ο γέρος τελειόνει Τη ζωή του, και νεκρόνει. Του πατρός τους το χαμό Με καρδιάς πολύν καϋμό Τα ορφανά παραπονιούνται, Και σε κλάυματα κινιούνται.

Από πρωίας η κόρη, προσπαθούσα ν' ασπρίση τας κλίμακας και την αυλήν, επαιδεύετο με τη σκούπατο χέρι, και δεν ηδύνατο να τελειώση. Διότι μόλις επλατσάνιζε κανέν σκαλοπάτι, να και ηκούετο ο θρήνος και ετρύπωνεν αμέσως η κόρη τρομασμένη. — Μα μου κάνουν κακό αυτά τα κλαύματα. Δεν ημπορώ να τα ακούω.