United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Συλλογιζόμουνα τα σκληρά λόγια : «Κατηραμένη η γη ένεκα σού». Το αίστημα εκείνου που είχα και κείνου που έβλεπα μου είταν τόσο δυνατό, ώστε φοβόμουνα να μιλήσω, για να μην προδώσω τη συγκίνησή μου με δάκρυα. Και προσπαθούσα να κρατήσω κιόλας τους συλλογισμούς μου να μην πάρουν τη μορφή του λόγου, για να μη φανώ αιστηματικός στη γυναίκα μου. Τέλος πήρα τη Γραφή και την έβαλα στην άκρη.

Και θέλοντας να του ανοίξη και κεινού την καρδιά τον ερωτούσε χαμογελώντας, αν δεν ντρέπεται ν' αγαπάη το γιό του Λάμωνα παρά και γυρεύει με τα σωστά του να πλαγιάση μαζί με παλληκαράκι, που βόσκει γίδια· και συνάμα καμονότανε πως συχαίνεται την τραγίσια βρώμα.

Είπε, τον άλλον σκέπασεν η σκοτεινιά του πόνου, 315 με τα δυο χέρια φούκτωσε της γης το μαύρο χώμα, και το 'χυσε, με βογγητούς, 'ς την άσπρη κεφαλή του. κείνου ραΐζετο η καρδιά, καιτο ρουθούν' η πίκρα του ξέσπασ' ήδη, ως κύτταζε τον ποθητόν πατέρα. εχύθηκε, 'ς την αγκαλιά τον έσφιξε και του 'πε· 320 «Εγώ 'μαι αυτός, 'που αναζητείς, ιδού, πατέρα, εμπρός σου· τον χρόνον έφθασα εικοστόντην γην την πατρική μου. αλλά παύσε τα κλάϋματα και το παράπονό σου, ν' ακούσης ό,τι θα σου ειπώ· πολύ μας βιάζ' η ανάγκη·τα δώματά μας φόνευσα τους ασεβείς μνηστήραις, 325 και τ' άπρεπα εκδικήθηκα και απάνθρωπά τους έργα».

Είπε· κείνου τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία, 345 άμα του είπε ασάλευτα γνωρίσματ’ ο Οδυσσέας, και το παιδί του αγκάλιασε· και, ως ολιγοψυχούσε, 'ς την αγκαλιά τον έλαβεν ο θείος Οδυσσέας. και, ως πήρε ανάσα και η ψυχήτα στήθη του εσυνάχθη, το στόμα πάλιν άνοιξε και προς εκείνον είπε· 350 «Δία πατέρ', είσθε θεοίτον Όλυμπον ακόμη, αν ήδη την ασέβεια πλέρωσαν οι μνηστήρες, αλλά φοβούμαι τρομερά μη των Ιθακησίων το πλήθος όλ' ορμήση εδώ, και στείλουν εις ταις χώραις των Κεφαλλήνων είδησι, 'ς αυτούς βοηθοί να δράμουν». 355

Τέτοιο σύστημα έχουνε μερικοί ρεπορτέρηδες, και δεν είναι σωστό, γιατί έτσι δε σου δίνουν ιδέα σωστή για τον άθρωπο που τους μίλησε· δίνουνε συνάμα ιδέα λυπητερή και κείνου που άκουγε και που δεν καταλάβαινε, όσο κι αν του τα κοπάνιζες.

Ξέρεις ποιος είν' ο Λύκος; Αυτός ο Λύκος είν' ο γυιός του γείτονα του Λάβα, ψηλός και καλοκάμωτος και σε πολλούς αρέσει. Για κείνου εκεί τον έρωτα λιγώνετ' η Κυνίσκη. Άκουσα κάποτε κ' εγώ γι' αυτό να ψιθυρίζουν, μάκανα πως δεν τάκουσα, χωρίς να το ξετάσω· ντρεπόμουνα τα γένεια μου έτσι σαν άντρας πούμαι.

Και ο Δίας κείνου απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης• «Ω φίλε, αυτότην γνώμη μου καλήτερο εγώ κρίνω, άμ' απ' την πόλιν ο λαός ξανοίξη το καράβι 155 να εμβαίνη, αυτού σιμά ς' την γη, συ να το κάμης λίθον, να ομοιάζη πλοίον πάντοτε, θαύμα να το 'χουν όλοι οι άνθρωποι, και την πόλιν τους μ' όρος τρανό να κλείσης».

Είπε κ' επροπορεύθηκε κείνου η Παλλάδ' Αθήνη 405 γοργά, και αυτός εβάδιζεν εις της θεάς τα χνάρια. και άματο πλοίον έφθασαν, 'ς της θάλασσας την άκρη, τους κομοφόρους εύρηκε συντρόφους 'ς τ' ακρογιάλι• και ο δυνατός Τηλέμαχος ωμίλησέ τους κ' είπε•

Υπήρχε κάποια ομοιότητα μεταξύ εκείνου που αιστάνθηκα τότε και κείνου που με γέμιζε τώρα μ' ευτυχία κ' ελπίδα, και την ίδια στιγμή μου ήρθε στο νου πόσα χρόνια έθρεφα τον πόθο της θάλασσας. Σαν δράμα παρουσιάστηκε μπροστά μου μια ανάμνηση, που την είχα λησμονημένη πολύν καιρό. Ένα παιδί στέκει σ' έναν ψηλό βράχο και κοιτάζει πέρα τη θάλασσα.