United States or Saint Martin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, τον άλλον σκέπασεν η σκοτεινιά του πόνου, 315 με τα δυο χέρια φούκτωσε της γης το μαύρο χώμα, και το 'χυσε, με βογγητούς, 'ς την άσπρη κεφαλή του. κείνου ραΐζετο η καρδιά, καιτο ρουθούν' η πίκρα του ξέσπασ' ήδη, ως κύτταζε τον ποθητόν πατέρα. εχύθηκε, 'ς την αγκαλιά τον έσφιξε και του 'πε· 320 «Εγώ 'μαι αυτός, 'που αναζητείς, ιδού, πατέρα, εμπρός σου· τον χρόνον έφθασα εικοστόντην γην την πατρική μου. αλλά παύσε τα κλάϋματα και το παράπονό σου, ν' ακούσης ό,τι θα σου ειπώ· πολύ μας βιάζ' η ανάγκη·τα δώματά μας φόνευσα τους ασεβείς μνηστήραις, 325 και τ' άπρεπα εκδικήθηκα και απάνθρωπά τους έργα».

Τότ' άλλο πάλι εφεύρηκεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη· άμα εστοχάσθη 'που η καρδιά θα ευφράνθη του Οδυσσέα 345 την κλίνη της συντρόφου του και την ανάπαυσί του, κίνησε την χρυσόθρονην Ηώ του όρθρου κόρην απ' τον Ωκεανό, το φως να φέρη των ανθρώπων. από την κλίνη τότε αυτός σηκώθη κ' είπ' εκείνης· «Ήδη χορτάσαμε, ω γυνή, 'ς τα βάσανα κ' οι δύο· 350 συ έρμη στέναζες εδώ για την επιστροφή μου, κ' εμέτα πάθη σπέδιζαν όλ' οι θεοί και ο Δίας. ενώ να φθάσω εσπούδαζατην ποθητήν πατρίδα. τώρ', αφού πάλιν ηύραμε την πρόσχαρή μας κλίνη, τα κτήματ', όσα μώμειναντο σπίτι θα προσέχης· 355 και όσα σφακτά μου αφάνισαν οι προπετείς μνηστήρες, τόσα θα πάρω μόνος μου, και αλλ' οι Αχαιοί θα δώσουν, ως ότου γύρω ταις αυλαίς να μου γεμίσουν όλαις. αλλ' εγώτον πολύδενδρον αγρόν μου θα πηγαίνωτον αγαθόν πατέρα μου, 'που μου ταλαιπωρείται· 360 και σέν', αν κ' έχης φρόνησιν, ιδού τι παραγγέλλω· ο ήλιος άμα σηκωθή, θα προχωρήση ο λόγος πώς τους μνηστήραις φόνευσα εγώτα μέγαρά μου· όθεν 'ς τ' ανώγι αναίβα συ με ταις θεράπαιναίς σου, κάθισε αυτού, μην ερωτάς, κανέναν μη κυττάζης». 365 Είπε και, τ' άρματα λαμπράτους ώμους του αφού 'ζώσθη, ξύπνησε τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον, και τον βουκόλον, κ' είπε αυτών όπλα να πάρουν όλοι. και ως πρόσταξε, αρματώθηκαν εκείνοι και την θύραν άνοιξαν κ' εξεκίνησαν κατόπιν του Οδυσσέα, 370 ενώ το φως ήταντην γην αλλ' η Αθηνά τους πήρε έξω απ' την πόλι γλήγορα με νύκτα σκεπασμένους.