United States or Nepal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σε τρανταφυλλιάς κλωνάρι Ελαλούσε έν' Αηδωνάκι, Ερωτιάρικο πουλάκι, 355 Με φωνή πολλή και χάρι. Το Γεράκι που απετάει, Και θροφή να βρη γυρεύει, Κούοντάς το ογληγορεύει, Καταπάνω του χυμάει· 360 Στα ποδάρια του τ' αρπάζει· Στον αγέρα το σηκώνει· Σ' άλλο μέρος χαμπηλόνει· Για φαγή του το τοιμάζει. Το Αηδόνι το καϋμένο, 365 Βλέποντας το θάνατό του, Προς τον άσπλαχνον οχτρό του Λέγει παραπονεμένο.

Θαύμασε αυτή κ' εγύρισετο σπίτι, γιατί εδέχθη 360 εις την καρδιά τον φρόνιμο τον λόγο του παιδιού της• και αφού 'ς τ' ανώγι ανέβηκε με ταις γυναίκαις έκλαιε τον ποθητόν της Οδυσσηά, έως ότου γλυκόν ύπνοτα βλέφαρά της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη. καιτα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν, 365 κ' ευχήθηκε ο καθένας τους σιμά της να πλαγιάση, και ο συνετός Τηλέμαχος τον λόγον 'πήρε κ' είπε•

Κι' αν πρύμο αγέρι ο σαλεφτής της γης μου προβοδήσει, την τρίτη αβγή στην όμορφη πατρίδα μου θ' αράξω. Εκεί άπειρα έχω π' άφισα για δω σαν πήρα δρόμο· μα κι' άλλο βιο, όσο μούλαχε, εδώ απ' την Τριά θα πάρω, 365 χαλκό και σίδερο ψαρύ και λυγερές γυναίκες, χρυσό θα πάρω . . . μα τη νια αφτός που μούχε δώσει πίσω την πήρε αγέρωχα, ο βασιλιά Αγαμέμνος.

Τότες τηράει τον ουρανό και ρήχνει μια βλαστήμια «Δία, από σένα λέω θεό δεν έχει πιο γρουσούζη! 365 Είπα δα πως την απιστιά θα γδικιωθώ του Πάρη· μα δές! στα χέρια μούσπασε η σπάθα, κι' απ' τη χούφτα τίναξα τ' όπλο έτσι άδικα χωρίς νάν τον καρφώσω

το σπίτι σου ν' αναπαυθή θέλει σ' ακολουθήση τούτος, κ' εγώ θα υπάγω ευθύςτα μελανό καράβι, 360 εμψύχωσι και συμβουλή να δώσω των συντρόφων. ότι εγώ μόνος εις αυτούς ηλικιωμένος είμαι, κ' οι άλλοι άνδρες νεώτεροι γι' αγάπη τον γενναίον Τηλέμαχον ακολουθούν, ομήλικοι δικοί του. τώρα σιμάτο βαθουλό καράβι θα πλαγιάσω, 365 και το ταχύτους Καύκωναις θα υπάγω τους γενναίους, όπου ένα χρέος μου χρωστούν, και χθεσινό δεν είναι, και ούτε μικρό• και τούτον συ, 'ς το δώμα σου επειδ' ήλθε, με τον υιόν σου στείλε τοντην άμαξα, και δος του άλογα τα ελαφρότερα και αξιώτερ' απ' όσ' έχεις». 370

Αυτά 'πε• και το φλογερό κρασί του 'δωσα πάλι• 360 και τρεις του εγέμισα φοραίς, τρεις τ' άδειασε ο χαμένος. και ως το κρασί κυρίευσε του Κύκλωπα ταις φρέναις, τότε τον επροσφώνησα με λόγια πτερωμένα• «Κύκλωπα, το ένδοξ' όνομα, 'που μ' ερωτάς, σου λέγω• και, ως υποσχέθηκες, εσύ θα με φιλοδωρήσης. 365 Ουδένας ονομάζομαι, εμέ λέγουν Ουδένα η μάννα και ο πατέρας μου και ο κάθε γνώριμός μου».

Κι' ενώ δακρολογούσε, 360 τον χάιδεψε έτσι τρυφερά και τούπε αγαπημένα «Τι κλαις, παιδί μου; τι κακό σου πίκρανε τα σπλάχνα; Πες το, να ξέρουμε κι' οι διο, και μυστικό μην τόχειςΤότες με βαριοστεναγμούς της είπε ο Αχιλέας «Ξέρειςτι να σ' τα λέω αφτά; — και τάχα δεν τα ξέρεις; 365 Πέρα στη Θήβα πήγαμε, στ' Αητιού την πολιτεία, που την κουρσέψαμε, κι' εδώ το φέραμε το πράμα.

Και προς εκείνους στρέφοντας, με τρόπον ερωτόντας, 365 Τη γνώμη τους ερεύναγε γλυκά χαμογελόντας. Να μάθη πιοι τους Ποντικούς βουλιόντας να βοηθήσουν· Και τα Μπακάκια μοναχά πιοι ήθελαν ν' αφήσουν. Γυρίζει και στην Αθηνά, της λέγει, θυγατέρα, Σε τούτη την περίστασι καιτούτην την ημέρα, 370 Για να συντρέξης καν εσύ δεν έχεις στο σκοπό σου Τους Ποντικούς, που αδιάκοπα πηδάν μες το ναό του.