United States or Uzbekistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τους πήρα από μια εθνική παράδοση, η οποία λέγει: «Όταν εμπήκαν οι Τούρκοι στην Πόλη, οι Χριστιανοί είχαν καταφύγει στην Αγιά Σοφιά, νομίζοντας, ότι θα καταιβή Άγγελος Κυρίου και κρατώντας πύρινη σπάθα θα τους έδιωχνε ως την &Κόκκινη Μηλιά& και θα λευτερόνονταν όλοι από τους Αγαρηνούς.

Τότε απαντάει ο Βρύπυλος, ο λαβωμένος άντρας «Όχι, άρχοντά μου Πάτροκλε, ολπίδα πια οι Αργίτες δεν έχουν, μον μες στα γοργά θα πέσουνε καράβια· γιατί όλοι εκείνοι, όσοι είταν πριν οι πιο καλοί μας, όλοι 825 σακατεμένοι κοίτουνται στα πλοία από κοντάρι ή σπάθα οχτρών, και πάντα αφτών πληθαίνει η δύναμη τους.

Τότε ο Πηνέλας σέρνοντας τη σπάθα τού καθίζει μια δυνατή κατάσβερκα, που κεφαλή και κράνος κύλησαν χάμου αχώριστα, ενώταν μέσα ακόμα στο μάτι τ' όπλο.

Ο υπενωμοτάρχης δεν κρατήθηκε τότε, άπλωσε προς τη συρμένη χάμου σπάθα του, την τράβηξε, την σήκωσε ίσα κατά τη γριά: — Το σταυρό σου θα στα κάμω λιανά κοψίδια αυτά τα παλιοβύζια!.... Η γριά τότε τράβηξε ίσια κατ' απάνω του τρέμοντας. Τα μάτια της πετούσαν φωτιές, το σαγόνι της έτρεμε.

Αφτός με τυραγνά ο καημός, τι μάτωσε η καρδιά μου, 55 γιατί τη νια που χώρισε πρεσβιό ο στρατός για μένα και πήρα με τη σπάθα μου πατώντας καστροχώρια, αφτή ξανά οχ τα χέρια μου την πήρε ο Αγαμέμνος, τ' Ατρέα ο γιος, σα νάμουνα λες του σωρού ραγιάς του.

Έννια σου! σα σε βρω ξανά, σου πίνω εγώ το αίμας, αν έχω δα κι' εγώ θεούς βοηθητικούς μου κάπου. Μα τώρα πάω τ' ασκέρι σου να σφάξω, όπιον πετύχωΈτσι είπε, και μεσόσβερκα το Δρύοπα ακοντίζει 455 και τον σωριάζει εκεί μπροστά στα πόδια του. Κατόπι αφίνει αφτόν, κι' άντρα γερό λεβέντη, το Δημούχο, πεδούκλωσε, μια κονταριά στο γόνα σφίγγοντάς του, και με τη σπάθα του έπειτα τον τέλιωσε για πάντα.

Και το κοντάρι του περνάει τη φωτοβόλα ασπίδα, και μες στα μαστροδούλεφτα τού χώνεται τσαπράζα, και το σκουτί ίσα εκεί κοντά του σκίζει στο λαγγόνι· μά 'γυρε αφτός και σώθηκε απ' τον πικρό το χάρο. 360 Τότε ο Μενέλας βγάζοντας τη σπάθα, τη σηκώνει και μια του ζάφτει εκεί σπαθιά στου κράνου του το γρόμπο· μα τ' αργυρόκαρφο σπαθί τσακίστη απά στο γρόμπο σε τριά σε τέσσερα, κι' εφτύς του ξέπεσε απ' τα χέρια.

Μα εκεί π' αφτά τ' ανάδεβε μες στης καρδιάς τα βάθια κι' όξω απ' τη θήκη γύμνωνε τη σπάθα, να τη! φτάνει η Αθηνά οχ τον ουρανό, τι στάλθηκε απ' την Ήρα, 195 που συλλογή ίση και των διο τους είχε κι' ίση αγάπη. Και στέκει πίσω του, του αρπάει τα καστανά μαλλιά του, σ' αφτόν μονάχα φανερή, ανέφαντη στους άλλους.

Τότες τηράει τον ουρανό και ρήχνει μια βλαστήμια «Δία, από σένα λέω θεό δεν έχει πιο γρουσούζη! 365 Είπα δα πως την απιστιά θα γδικιωθώ του Πάρη· μα δές! στα χέρια μούσπασε η σπάθα, κι' απ' τη χούφτα τίναξα τ' όπλο έτσι άδικα χωρίς νάν τον καρφώσω

Μον έλα πάψε! κι' άσ' τη εκεί τη σπάθα στο φηκάρι. 210 Μα αν θες με λόγια, στόλισ' τον όσο ζητά η καρδιά σου, γιατί το λόγο που θα πω θαν τόνε δεις να γίνει· για αφτή την προσβολή διπλά και τρίδιπλα μια μέρα δώρα θα λάβεις· μοναχά βαστάξου κι' άκουσέ μας