United States or Cameroon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τώρα τ' Αχιλέα εγώ θα ξηγηθώ· όμως όλοι προσέξτε οι άλλοι κι' ήσυχα το λόγο μου αγρικήστε. Συχνά μού λέγανε όλοι τους το λόγο αφτό, και πάντα 85 με κατεχούσαν, μα να εγώ δε φταίω, μον η Κατάτρααφτή που στ' ανήλια γυρνάεικι' η Μοίρα μου κι' ο Δίας, που άγρια με φρένια πύρωσε στη συντυχιά το νου μου τη μέρα π' άρπαξα τη νια ξανά απ' τον Αχιλέα.

Κι' όρκο ας σ' αμώσει στέκοντας στων Αχαιών τη μέση 175 τη νια πως δεν την άγγιξε, στο στρώμα της δε μπήκε, π' άντρες γυναίκες, αρχηγέ, συνήθια τόχουν όλοι. 177 Τραπέζι τότε αρχοντικό να φιλιωθείτε ας δώκει, 179 τραπέζι πλούσιο, που σωστό ότι είναι να μη λείψει. 180 Και τ' άδικο πια ξέγραψ' το, τα περασμένα ξέχνα! 178 Τ' Ατρέα γιε, έπειτα κι' εσύ στοχαστικός πια μ' όλους 181 κοίτα να γίνεις, τι αρχηγό δεν είναι κατηγόρια, πριν σαν προσβάλει ο βασιλιάς, ναν του φιλιώνει πάλι

Μα κ' οι δυο τους σφραγίζανε το χωρισμό με δάκρυα πολλά, μ' αναφυλλητά. Κ' εκεί που ζητούσε η γριά, φανταζότανε την καλύβα της σκουντουφλιάρα, παντέρημη και ζύγωνε στη νια να γίνη ένα μαζί της, λες κ' ήθελε να πάρη τη δροσιά και τις ελπίδες της.

Έπρεπε να φτάσουν εκεί για να ροβολήσουν στις καλύβες τους. Ένα μεγάλο ολανθισμένο αγιόκλημα καθόταν εκεί, σα να περίμενε. Το είδε η γριά και της φάνηκε Χάρος· το είδε κ' η νια, χαμογέλασε. — Άφσε με, μαννίτσα ... είπε ανυπόμονα. — Ναι· σ' αφίνω ... εψιθύρισε η γριά πάσχοντας να κράτηση τ' αναφυλλητό.

Αφτών δεν τ' άγγιξε κανείς· και μοναχά από μένα 335 μου πήρε και κρατάει τη νια που λαχταρούσα· τώρα στο στρώμα ας μου τη χαίρεται!

Πώς τριποδούν στα τέσσερα γυρνώντας τα σημάδια ιππόδρομο άτια και λαμπρό βραβείο 'ναι βαλμένο, ή νια ή λεβέτι τρίποδο, σα θάφτουν βασιλέα· έτσι κι' αφτοί τρεις έτρεξαν κύκλω στο κάστρο γύρους 165 με πόδια φτεροσάλεφτα.

Μον άσ' την τώρα εσύ τη νια στο Φοίβο, κι' οι Αργίτες διπλά θα σ'τα πλερώσουμε και τρίδιπλα αν ο Δίας φέρει έτσι και κουρσέψουμε κάνα άλλο πλούσιο κάστροΤότες του κάνει ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος 130 «Μη δα εσύ πούσαι γνωστικός, θεόμορφε Αχιλέα, καμώνεσαι έτσι, κι' έφκολα δε με γελάς, δεν πείθεις.

Κι' άκουσε το λόγο που σου κραίνω· μιας πίσω και μου τη ζητάει τη Χρυσοπούλα ο Φοίβος, μ' αθρώπους και καράβι μου εγώ θαν του τη στείλω, μα στο καλύβι σου θαρθώ κι' ατός μου θα σου πάρω τη νια σου, τη ροδόσταχτη Βρισούλα, για να μάθεις 185 σαν πόσο εγώ σε ξεπερνώ, να τρέμει ακόμα κι' άλλος όμιος μου εμένα έτσι ανοιχτά να μου προβάλνει κι' ίσος

Να ξενυχτήσω Να μη χαθώ. Αποριμμένο Σε άγρια αγκάθια, Πικρά μου χάδια Και ξενητιαίς. Θρηνόντας μένω, Και εκεί διαβαίνω Κακαίς νυχτιαίς. Κι' εκεί που στέκω Μαμουριασμένο, Και μαραμένο Θρηνολογώ, Νια, βλέπω, βγαίνει. Νια αρματομένη, Σαν κυνηγό. Βαστάει δίχτια, Δίχτια ασημένια, Συρματερένια Στ' αριστερό Και στη δεξιά της, Με τ' άρματά της, Κλουβί αργυρό.

Τη νια μαθές που τούδωκαν πρεσβιό τα παλικάρια, πήγε ξανά απ' τα χέρια του την πήρε ο γιος τ' Ατρέα. 445 Κι' ενώ απ' τη λύπη του έτρωγε τα σωθικά του ο γιος μου για το κορίτσι, να οι οχτροί στρυμώνουν τους Αργίτες μες στα καράβια, κι' όξω πια να βγούνε δε μπορούσαν. Έστειλαν τότε οι πρόκριτοι και τον περικαλούσαν να βγει, και δώρα τούταζαν πολλά και φημισμένα.