United States or Nauru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φθάνοντας λοιπόν η νύκτα επήγα κατά την συνήθειαν εις την Σχυρίναν. Τότε ο πατέρας της και αυτή ευθύς που με είδαν, επρόσπεσαν εις τους πόδας μου, ζητούντες μου βοήθειαν. Εγώ έμεινα αντραλωμένος διά την ζήτησιν που μου έκαμαν, μα με όλον τούτο δεν έχασα το πνεύμα μου· έκαμα διά να σηκωθούν, και τους εβεβαίωσα πως δεν θέλω λείψει διά να τους κάμω την ζήτησιν.

Εγώ δεν θέλω λείψει, βασιλέα μου, να παρακαλέσω τον Καισάγιαν να δώση την υγείαν του υιού σου· απόψε θέλω υπάγει εις τον ναόν του, και αύριον θέλω δώσει την απόκρισιν εις το ζήτημά σου. Την ακόλουθον ημέραν ο μέγας Δερβύσης επήγε και αντάμωσε τον βασιλέα και του είπεν· Ο Καισάγιας επήκουσε την προσευχήν μου, και ο υιός σου θέλει ιατρευθή.

Διά τούτο και εβράδυνε πολύ να δίδη τας απαντήσεις, διά να έχη καιρόν εν τω μεταξύ να αποσφραγίζη τα ερωτήματα και να ευρίσκη τους δυναμένους να του εξηγήσουν τα καθέκαστα. Τοιούτος ήτο ο χρησμός τον οποίον έδωκεν εις ένα Σκύθην• Μόρφι εβάργουλις εις σκην χνέγχικραγκ λείψει φάος.

Και όλα όσα εκανόνισαν τον ανθρώπινον βίον, από αυτά προήλθαν, διότι, καθώς είπαμεν προ ολίγου, των μεν θεών η επιμέλεια είχε λείψει πλέον εντελώς, μόνοι των δε, καθώς ολόκληρος ο κόσμος, έπρεπε και αυτοί να έχουν και την συντήρησιν και την επιμέλειαν, και αυτά μιμούμενοι και ακολουθούντες εις όλους τους αιώνας, τόρα μεν ζώμεν και γεννώμεθα κατά τούτον τον τρόπον, τότε δε κατ' εκείνον.

Ο μέγας βεζύρης πατέρας μου με επρόσταξε να έλθω να βιάσω τον γυρισμόν σου. Βεζυροπούλα μου, απεκρίθη η Κυρά, μεγάλην σύγχισιν μου προξενούν αυτές οι είδησες, που μου έφερες, όμως δεν θέλω λείψει να ανταμείψω τον ζήλον του πατρός σου, ομοίως και τον ιδικόν σου, που δείχνετε εις εμένα· θα μισεύσω το λοιπόν με λόγου σου τούτην την στιγμήν.

Αλλά το φέγγος χάνεται Της σελήνης· σε αφίνω· Πάλιν θέλω σε ειδείν Ότε η ζωή σου λείψει, Και τότε μόνον. Με την ευχήν μου ύπαγε· Άλλο δεν λέγω· θέλω Εις την συνείδησίν σου Τα λοιπά φανερώσειν Ύστερον . . . χαίρε. . . Τέκνον μου χαίρε .. — Πρόσμενε, Τον υιόν λυπημένον Μη παραιτήσης. Έπεσε Και μένουν οι οφθαλμοί μου Εις βαθύ σκότος.

Νύχτες εννιά δε μ' άφιναν, μον πλάγιαζαν τριγύρω 470 φυλάγοντας με τη σειρά, δίχως στιγμή να λείψει φωτιά, μια κάτου απ' της αβλής τις αψηλές κολόνες, άλλη στο πρόσπιτο, μπροστά στου γιατακιού την πόρτα.

Γελάσαι, ω Χασάν, ευθύς τον αντέκοψα, αν πιστεύης ότι εγώ θα παραιτηθώ, που να μην πληρώσω την περιέργειάν μου, και με όλον που κατά το παρόν είναι δύσκολον πολλά εις το να ιδώ την Ρετζίαν, δεν θέλω λείψει όμως που να κάμω κάθε τρόπον, διά να εύρω το μέσον.

Ετούτη είνε μία βασιλοπούλα ωραιοτάτη, εγώ είπα, ήθελεν είναι μέγα κακόν, αυτή να κάμη την ευτυχίαν ενός ανθρώπου θνητού, ετούτη δικαίως αχρήζει να είναι ανταμωμένη με έναν εξωτικόν· κάνει χρεία να την αρπάξω, και να την φέρω εις ένα νησί έρημον ώστε που, ω βασιλοπούλα, απαλησμόνησε τον βασιλέα πατέρα σου, και μη στοχάζεσαι άλλο, παρά να ανταμωθής εις την αγάπην μου, τίποτε δεν θέλει σου λείψει εις ετούτο το καστέλλι, και εγώ θέλω έχει όλην την επιμέλειαν, διά να σου προμηθεύσω το ό,τι σου ήθελε κάνει χρεία.

Αυθέντα, δεν ημπορείς να μου κάμης την χάριν να έλθης αύριον να γευθούμε μαζί; Μετά πάσης χαράς του απεκρίθηκα εγώ· δεν θέλω λείψει που να έλθω να λάβω αυτήν την τιμήν. Εχάρη ο Ναμαράς διά το τάξιμον που του έκαμα, και ύστερον αποχαιρετώντας τον εγύρισα με τα μεταξωτά τα χρυσά εις το σπήτι μου.