United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και θα επιθυμούσε να σκύψει επάνω στο απελπισμένο «παλικάρι» και να του πει: εδώ είμαι εγώ, δεν θα σου λείψει τίποτε! – αλλά δεν κατάφερε άλλο παρά να του προσφέρει πάλι τη νεροκολοκύθα όπως η μητέρα προσφέρει το στήθος στο μωρό της που κλαίει. «Το ξέρουμε δα τι παλιόκοσμος είναι εκεί! Εδώ όμως είναι διαφορετικά, μπορεί κανείς να κάνει και την τύχη του ακόμη.

Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, και το νησί θαυμάζοντας γερνούσαμε άνω, κάτω. και η νύμφαις, κόραις του Διός, απ' τα όρη ξεκινήσαν τα γίδια, ναύρουν έτοιμο το γεύμα οι σύντροφοί μου. 155 τα τόξ' αμέσως τα κυρτά και τα μακρυν' ακόντια απ' το καράβι πήραμε, και, εις τρεις βαλμένοι τάξεις, ρίχναμε, κ' έδωσε ο θεός ευφραντικό κυνήγι. μ' ακολουθούσαν δώδεκα πλοία, και εις το καθένα εννέα γίδες έμειναν, αφού μου δώσαν δέκα. 160 αυτού τότ' εκαθόμασθε, ολημέρα ως το δείλι μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό φαγοποτώντας. ότι το κόκκινο κρασί δεν είχε λείψει ακόμητα πλοία, τ' είχαμε ο καθείς γεμίσει ταις λαγήναις, την ιερή 'σαν πήραμε την πόλι των Κικόνων. 165 και των Κυκλώπων βλέπαμε την γη, 'που ήταν πλησίον, και τον καπνό, και την φωνήν αυτών και των προβάτων. και ο ήλιος άμα εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, εμείς αναπαυθήκαμετην άκρα της θαλάσσης. εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, 170 κ' έκαμα εγώ συνάθροισι και μέσα εις όλους είπα• «σεις οι άλλοι φίλοι σύντροφοι, να μείνετ' εδώ τώρα• εγώ με τα καράβι μου και με τους ιδικούς μου συντρόφους θέλα πάω να ιδώ να μάθω τίνες είναι οι άνθρωποι τούτοι, είναι υβρισταίς, άγριοι και όχι δίκαιοι, 175 ή τε φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' είναι η γνώμη».

Έπρεπε καλύτερον να με είχες προστάξει διά να ξεδικήσω με άλλον τρόπον, παρά με τέτοιαν προδοσίαν· επειδή και εγώ δεν ήθελα λείψει να θυσιάσω την ζωήν μου διά λόγου σου διά να σε ευχαριστήσω· διότι τέλος πάντων εγώ, με όλον που στοχάζομαι ότι του Ναμαράν με κάθε δίκαιον του έπρεπεν ο θάνατος, δεν έλειψε που να μου μείνη εις την καρδίαν μία θλίψις μεγαλωτάτη διά την προδοσίαν, που ανευθύνως έκαμα και τον έφερα εις τον θάνατον.

Σαν ξεκινούσα νάρθω εδώ, πολλές φορές μου τόπε ο γερο-ακοντιστής Λυκάς μες στ' όμορφό μας σπίτι· μες στο ζεμένο μούλεγε αμάξι να καθήσω κι' έτσι στης μάχης την καρδιά να τρέχω με τους πρώτους. 200 Μα εγώ δεν άκουγα, και να! σα σκύλος μετανιώνω. Τα ζα λυπόμουν πούμαθαν να μου καλοχορταίνουν, μήπως τους λείψει εδώ ταγή μέσα σε τόσον ασκέρι.

Ημείς το λοιπόν δεν θέλομεν πάρει άλλο παρά εκείνην την ζωοτροφίαν που διά τους σκλάβους μας θέλει κάμει, οι οποίοι θέλει είνε μάρτυρες της σκληράς νηστείας, που θέλομεν κάμει εις την στράταν, και δεν θέλουν λείψει που να μην το φανερώσουν εις την Κασγάρ διά περισσοτέραν τιμήν.

Να λείψει, ολότελα το πολιτικό ρουσφέτι δεν είναι δυνατό, μα θα περιοριστούν πρώτα πρώτα οι θέσες που θα έχει να δώσει το κράτος, γιατί πολλές θέσες θα τις δίνουν οι κοινότητες. Πολλοί λοιπόν από τους τωρινούς θεσιθήρες θα γυρεύουν και θα βρίσκουν θέσες από την κοινότητα και όχι από το κράτος, και αντί να μαλλιοτραβιέται το κράτος μ' αυτούς, καλλίτερα να μαλλιοτραβιέται μονάχα η κοινότητα.

Σε δάφτους πήγε κι' έκραξε ναν τους φιλοτιμήσει «Ακούστε, γείτονες βοηθοί που μούρθατε κοπάδια, 220 εγώ λαό δε γύρεβα, μήδε έθνος μούχε λείψει, κι' εδώ όλους απ' τους τόπους σας σας μάζεψα έναν έναν, Μον για να σώστε πρόθυμοι των Τρώων τις γυναίκες και τα παιδιά τ' ανήλικα απ' των οχτρών τα νύχια.

Εν τούτοις ο Βούγκος εκάλεσεν ιδιαιτέρως τον Λάκωνα και τω είπε·Θα σ' ερωτήσω ένα πράγμα. — Λέγε. — Ειξεύρεις ότι εγώ είμαι πονηρότερος από όσον φαίνομαι! — Και τι με τούτο; — Πολλαίς φοραίς καταλαβαίνω πολλά, αλλά δεν λέγω τίποτε. — Έτσι έ; — Την άλλην φοράν, όταν είχες λείψει διά μίαν ημέραν από εδώ, το ενθυμείσαι; — Το ενθυμούμαι.

Κι έπειτα ξέρεις: έχουμε ζήσει μέχρι τώρα, καλά δεν ήμασταν μέχρι τώρα; Τι μας έλειψε; Και θα συνεχίσουμε με τη βοήθεια του Θεού. Δε θα μας λείψει το ψωμί. Το σπίτι του Πρέντου είναι γεμάτο πράγματα που ούτε να τα φυλάξω δε θα μπορούσα.» Ο Έφις σκεφτόταν απογοητευμένος. Τι να κάνει, εάν δεν καταφύγει στο ψέμα; Ξανάρχισε να ψηλαφίζει το ρούχο. «Πρέπει όμως να σας πω κάτι σοβαρό, ντόνα Νοέμι.

Δύο γίδες του Στάθη του Μπόζα είχον λείψει την πρωίαν εκείνην από τον μικρόν αιπόλον. Είχαν εκπέσει αποπλανηθείσαι, και είχαν βραχωθή κάτω εις την στενήν πετρώδη κόγχην την σχηματιζομένην κατέμπροσθεν και υποκάτω από το ιερόν βήμα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης. Η κόγχη εκείνη ήτο και δεν ήτο εσοχή, ήτο και δεν ήτο σπήλαιον. Σπήλαιον αστεγές και εσοχή σιγανή.