Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Μον σύρε εσύ στην εκκλησά της Αθηνάς στο κάστρο, και πάρε με θυμιάματα τις προεστές μαζί σου, 270 κι' όπιο έχεις πέπλο πιο όμορφο κι' απ' όλα πιο μεγάλο και που στον πύργο πιο πολύ το λαχταρά η καρδιά σου, βάλ' της το αφτό στα γόνατα της Αθηνάς, και τάξε, μαννούλα, πως ως δώδεκα γελάδες θαν της σφάξεις χρονιάρικες απείραγες στην εκκλησά της μέσα, 275 αν την πατρίδα σπλαχνιστεί τα τέρια τα παιδιά μας, μήπως αλάργα απ' το καστρί βαστάξει το Διομήδη, άγριο στρατιώτη, της σφαγής ατρόμητο τεχνίτη.

Μα πώς θα χαθούν τόσες ψυχές, πώς θα κλείσουν τόσα σπίτια, πώς θα πεινάσουν τόσα στόματα, πώς θα καταντήση ένας χοντρονοικοκύρης φτωχός, πώς θα χαθή ένα όμορφο πλεούμενο δε σε μέλει. Καρφί δε σου καίγεται! Καλά το λοιπόν κάμε ό,τι δύνασαι· θα κάμω κ' εγώ ό,τι μπορώ.

Μον τράβα τα εσύ τα φαριά και τ' όμορφό σου αμάξι, κι' αφτόνε εγώ τον καρτεράω με τ' όπλο ... κι' ας ορίσει

Κοίτα τι όμορφο που είναι αυτό: είναι το δώρο του ΠρέντουΈσκυψε, παρόλο που το φόρεμα ήταν στενό, και του έδειξε ένα σεντεφένιο ροζάριο με ένα μεγάλο χρυσό σταυρό. «Βλέπεις; Ήταν ο σταυρός ενός παλιού επισκόπου. Τον είχε η γιαγιά του Πρέντου που ήταν και δική μας γιαγιά κι έτσι θα μείνει στην οικογένεια.

Τσακωνόταν με όλους, και ζήλευε τόσο τα καλά των άλλων, που όταν περνούσε πλάι από ένα όμορφο κτήμα έλεγε: «που να σας το φάνε τα δικαστήρια». Τα δικαστήρια όμως στο τέλος έτρωγαν τα δικά του χωράφια και μια πρωτάκουστη συμφορά τον βρήκε ξαφνικά σαν θεϊκή τιμωρία για την έπαρση και τις προκαταλήψεις του.

Μια μηλιά ήτανε τρυγημένη και μήτε καρπούς είχε, μήτε φύλλα· όλα τα κλαριά της ήτανε γυμνά· και μονάχα ένα μήλο έμενε στην κορφή του πιο ψηλού κλαριού· μεγάλο κι όμορφο και μονάχο του εμοσκοβολούσε περισσότερο από όλα τ' άλλα. Φοβήθηκε εκείνος που ετρύγησε τη μηλιά ν' ανέβη εκεί επάνω ή παραμέλησε να το κόψη· ίσως και ν' άφισε το όμορφο μήλο για ερωτευμένο βοσκό.

Κι' όπως λεβέτι από πολλής φωτιάς πυράδα βράζει 362 μέσα με χόχλους, τι στεγνά καιν από κάτου ξύλα, 364 σαν έτσι απ' τη φωτιά άναψαν οι ρεματόχτοι γύρω, 365 κι' έβραζε τ' όμορφο νερό απ' του θεού τις φλόγες. 365 367

Είπε και βάρβαρη δουλιά τού μπήκε ναν του κάνει. 395 Τα νέβρα πίσω των ποδιών τρυπώντας του απ' τη φτέρνα ως τον αστράγαλο, περνάει λουριά βοϊδοκομένα, και δένοντάς τον στο κουτί αφίνει το κεφάλι χάμου να σέρνεται· έπειτα σηκώνει και στ' αμάξι βάζει την πλούμια αρματωσά, κι' εφτύς σα μπήκε ο ίδιος χτυπάει να τρέξουν, κι' έφεβγαν με προθυμιά τα ζώα. 400 Κι' ανέβαινεενώ σέρνουνταν — ο κουρνιαχτός, μαδούσε η μάβρη κόμη, βούλιαζε στα βούρκα το κεφάλι, κεφάλι πριν τόσο όμορφο, μα τόθελε έτσι ο Δίας ναν το ρημάξουν τότε οχτροί στην ίδια του πατρίδα.

Είπε, κι' αφτοί παραμερούν κι' αφίνουν να περάσει. Έτσι σαν πήγαν το νεκρό στον όμορφό του πύργο, τον πήραν και τον έβαλαν στο τορνεφτό κλινάρι, κι' άρχισε εκεί των γυναικών το μοιρολόϊ τριγύρω. 720

Και πρώτα οχ το λαχταριστό κορμί της κάθε λέρα 170 βγάζει μ' αθάνατο νερό, και τρίβεται με λάδι, πούχε ένα σπάνιο αθάνατο μυρουδικά γιομάτο, λάδι π' απ' τον καλόστρωτο κι' αν το κουνάς του Δία τον πύργο, πάλε η μυρουδιά γης κι' ουρανό ποτίζει· μ' αυτό έτριψε τ' αφράτο της κορμί, και με τα χέρια 175 χτενίζει τα πυκνόσγουρα και πλέχνει τα πλεξούδια, πλούσια πλεξούδια απ' όμορφο θεοτικό κεφάλι.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν