Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Και τότες πήραν το γοργό του γέρου γιο Πηλέα 35 στου βασιλιά οι ατρόμητοι οπλαρχηγοί, και μόλις τον έπεισαν, τι τούκλαιγε μέσα η καρδιά το βλάμη. Κι' όταν σε λίγο φτάσανε στου βασιλιά Αγαμέμνου, εφτύς τους κράχτες πρόσταξαν να στήσουνε λεβέτι μεγάλο απάνου απ' της φωτιάς τις φλόγες, μήπως πείσουν 40 τον Αχιλιά τα αίματα, να πλύνει και τη λέρα.

Και πρώτα οχ το λαχταριστό κορμί της κάθε λέρα 170 βγάζει μ' αθάνατο νερό, και τρίβεται με λάδι, πούχε ένα σπάνιο αθάνατο μυρουδικά γιομάτο, λάδι π' απ' τον καλόστρωτο κι' αν το κουνάς του Δία τον πύργο, πάλε η μυρουδιά γης κι' ουρανό ποτίζει· μ' αυτό έτριψε τ' αφράτο της κορμί, και με τα χέρια 175 χτενίζει τα πυκνόσγουρα και πλέχνει τα πλεξούδια, πλούσια πλεξούδια απ' όμορφο θεοτικό κεφάλι.

Ο Στόικος, φίλε μου, το καταφρόνιο του κόσμου, ο χοντροκέφαλος ο Στόικος, που αναθράφηκε με γουρουνάκια στον τόπο του, που θράφηκε με τη λέρα στην Πόλη, που δεν το λογαριάζεις για τίποτις το μισοξουρισμένο κεφάλι του, που συνήθισες από μικρός να τον περιφρονάς, αυτό το στρείδι μέσα στη λάσπη, είναι στρείδι που φυλάγει στα σπλάχνα του το μαργαριτάρι της τύχης, της τύχης που τονε συγγένεψε με το μεγαλαδύναμο το Ξανθό Γένος, που το καμαρώνουμε για δικό μας, μα ο Στόικος τόξερε πως το είχε μαζί του, και πως γραμμένο είτανε να κατέβη μια μέρα και να το στεφανώση με δάφνες, για να το χωρέση και μας ο νους μας πως αυτός είναι ο διαλεχτός ο λαός του, κι όχι εμείς, τα έρημα τα ψυχοπαίδια της τύχης.

ΑΜΛΕΤΟΣ Ένας δολοφόνος, ένα κτήνος, μια λέρα, οπού το εικοστό δεν έχει από το δέκατο του πρώτου σου κυρίου· μία μαϊμού των βασιλέων, ένας κλέφτης του θρόνου και της εξουσίας, 'πώχει πάρη απ' το σεντούκι την ατίμητην κορώναν, και μες την τσέπην του έχωσέ την. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Φθάνει! α! φθάνει! ΑΜΛΕΤΟΣ Από κουρέλια βασιλειάςΕισέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ

Αποτότε, οπού λες, μια φορά το χρόνο, τη Λαμπρή, κοντά, η σπηλιά ξερνάει κόκαλα ξασπρισμένα και κυλάει ματωμένους αφρούς... — Ντε! Ψαρή μ', τόρα, να παγαίνουμ' αναγκαστά... . Α Ν Τ Ρ Ο Γ Υ Ν Ο Χ Ω Ρ Ι Σ Τ Ρ Α Γιάννη Ψυχάρη Με τα πρόσωπα χλωμά ξεραγκιανά, με τα μάτια βαθουλά σβυσμένα, τα μαλλιά τους λερά κι αξάγκλεγα έβλεπαν μες από τα σιδερένια δίχτυα των παραθυριών. Όλοι βουβοί κι αμίλητοι.

Αλλ' ο Ζάχος προ της επαναστάσεως είχε χρηματίσει κλέφτης και οι κλέφτες καθ' όλην την ζωήν των δύο μόνον πράγματα εφρόντιζον μετά ζήλου: τον τσαμπάν και τα τσαπράζια των. Ενώ η λέρα τους έτρωγε το κορμί, τα μακρυά μαλλιά των, στίλβοντα από του μυελού βοείων οστών, εχύνοντο αρειμανίως επί των ωμοπλατών, τα δε τσαπράζια εκρέμαντο φεγγοβολούντα επί της μαύρης ενδυμασίας των.

Κι' αν μάθη η δόλια η μάνα μου κ' έρθη τη στρούγγα στρούγγα Και σας ευρή με τα λερά, για εμένα αν σας ρωτήση, Μην πήτε πως απέθανα, τι μ' έχει μοναχό της, Να ειπήτε ότι σας λέρωσεν η αναλλαξιά κι' ο κούρος, Να ειπήτε ότι μου ζήλεψαν την λεβεντιά η Νεράιδες Καιτα παλάτια τους συχνά τα ερημικά, με παίρνουν.

Και τ' άρματα του Δόλονα τ' απίθωσε ο Δυσσέας 570 μες στο καράβι, ως να ψηθεί της Αθηνάς σφαχτάρι. Κατόπι μπαίνουν στο γιαλό κι' απ' τα κορμιά ξεπλαίνουν τον ίδρο, από τα διο μεριά τα σκέλια το κεφάλι. Κι' αφού το κύμα του γιαλού τούς ξέπλυνε από πάνου τη λέρα και τον ίδρο τους κι' ανάσανε η καρδιά τους, 275 μπήκαν μες σε καλόξυστα λουτρά ν' απολουστούνε.

Άξαφνα κοντά μου στην άκρη του στεφανιού του γκρεμού, φάνηκε ένας γέροντας φορτωμένος μ' ένα σακκί στις πλάτες. Απίθωσε το σακκί καταγίς, έκατσε απάνω, και αναστέναξε λαχανιάζοντας. Κατόπι του μια γριά φορτωμένη κι αυτή μ' ένα σακκί, ξεφορτώθηκε κι έκατσε κοντά του. Είταν δύο γεροντάκια καταζαρωμένα με γερά κορμιά, βουνήσιοι χωριάτες. Κουρέλλια αγνώριστα έντυναν και τους δυο, λερά, λασπωμένα.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν