Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025
Η πρώτη λύπη του Γιάννου ήτο όταν έχασε τον πατέρα του, δεκαετής, Αλλά τα δάκρυά του εχύνοντο και τότε μαζί με τα δάκρυα της Μάρως· οι στεναγμοί του, οι πόνοι του, αι δεήσεις του συνωδεύοντο υπ' αυτής.
Ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος τον εκράτει τότε και απήτει να του είπη τουλάχιστον τα ονόματα των «κρυφών εκλογέων», διά να τα σημείωση εις το κατάστιχον, αλλ' ο Λάμπρος διεμαρτύρετο με τόνους αισθηματικούς, πρόθυμος να κοκκινήση αυτός διά να παράσχη δείγμα του πώς θα εκοκκίνιζαν οι πελάται του, κ' έλεγε : «δεν κάνει να εκθέσουμε τους ανθρώπους· τότε, καλλίτερα να λείπη!» Κ' ενώ αι χείρες, αι κρατούσαι τα χαρτονομίσματα και τας δεσμίδας των κερμάτων ετείνοντο μακραί προς στιγμήν ως διά να επιστρέψωσι τα χρήματα εις το γραφείον, του κυρ-Μανουήλου με βλέμμα εναγωνίου προσδοκίας παρακολουθούντος την κίνησιν, αίφνης αι χείρες αυταί εχύνοντο βραχείαι εις τα θυλάκια της ιδίας περισκελίδος του, αποθέτουσαι τα χρήματα εκεί.
Ειπέ τους όλους να φύγουν από τον δρόμον μας. Ήνοιξε την θύραν και, μολονότι δεν ήτο κανείς έξω εκεί, εφώναξα δυνατά: Φύγετε όλοι, πηγαίνετε εις τα σπίτια σας. — Δεν έμεινε κανείς έξω, Χρήστε. Πηγαίνωμεν. — Δεν ημπορώ να βλέπω το φως, πάτερ. Με πειράζει. Ο ήλιος επλησίαζεν εις την δύσιν του και αι τελευταίαι ακτίνες του εχύνοντο διά της ανοικτής θύρας εντός του πενιχρού δωματίου.
Από την ανωτέραν όχθην του χάνδακος ήρχιζαν αυλάκια εκατόν ποδών το πολύ πλάτους, κομμένα ίσα εις όλον το διάστημα της πεδιάδος, τα οποία επέστρεφαν και εχύνοντο εις τον χάνδακα τον πλησίον της θαλάσσης· ήσαν δε μακράν το έν από άλλο τα αυλάκια εκατόν στάδια· διά μέσου λοιπόν τούτων κατεβίβαζον την ξυλείαν από τα βουνά εις την πόλιν και μετεκόμιζον με πλοία τ' άλλα προϊόντα κάθε εποχής, αφ' ού έκοψαν άλλα αυλάκια πλάγια διά να συγκοινωνή το έν από τα πρώτα με το άλλο και με την πόλιν.
Αλλ' ο Ζάχος προ της επαναστάσεως είχε χρηματίσει κλέφτης και οι κλέφτες καθ' όλην την ζωήν των δύο μόνον πράγματα εφρόντιζον μετά ζήλου: τον τσαμπάν και τα τσαπράζια των. Ενώ η λέρα τους έτρωγε το κορμί, τα μακρυά μαλλιά των, στίλβοντα από του μυελού βοείων οστών, εχύνοντο αρειμανίως επί των ωμοπλατών, τα δε τσαπράζια εκρέμαντο φεγγοβολούντα επί της μαύρης ενδυμασίας των.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν