United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και οι Μήλιοι, προσβαλόντες διά νυκτός το προς την αγοράν προτείχισμα των Αθηναίων, εκυρίευσαν αυτό και εφόνευσαν άνδρας τινάς· εισαγαγόντες δε τρόφιμα και όσα περισσότερα ηδυνήθησαν χρήσιμα επέστρεφαν και έμεναν ήσυχοι. Κατόπιν όμως οι Αθηναίοι προσείχον περισσότερον. Και το θέρος παρήλθεν.

Προ εμού είχον αναχωρήσει από το ποιμενικόν σκήνωμα ολίγοι εκ της τάξεως των βοσκών, απερχόμενοι εις την πολίχνην, διά να κομίσωσιν αρνία και τυρίον εις τους κολλήγας, αποφέρωσι δε άλλα οψώνια εκ της πόλεως. Ούτοι θα επέστρεφαν προς εσπέραν, και δεν ήτο πιθανόν να συναντήσω τινάς καθ' οδόν.

Και οι μεν πρέσβεις των Αθηναίων επέστρεφαν εις το στρατόπεδον, οι δε στρατηγοί αυτών, βλέποντες την ανυποταξίαν των Μηλίων, ήρχισαν αμέσως να τους πολεμούν και διαιρέσαντες την εργασίαν εις τους στρατιώτας των διαφόρων πόλεων περιετείχισαν κύκλω τους Μηλίους.

Δύο όμως Αργείοι κατέχοντες τα πρώτιστα αξιώματα παρεμόνευσαν αυτούς καθ' οδόν, ενώ επέστρεφαν, και συναντήσαντες τους ηρώτησαν εάν οι Βοιωτοί ήθελαν να γίνουν σύμμαχοι των, ως οι Κορίνθιοι, οι Ηλείοι και οι Μαντινείς, και τοις παρέστησαν ότι, εάν εγίνετο η συμμαχία αυτή, θα ήτο εύκολον εις τους Βοιωτούς, κοινώς συνεννοουμένους, και να πολεμήσουν και να ειρηνεύσουν, είτε μετά των Λακεδαιμονίων εάν ήθελαν, είτε μεθ' οιουδήποτε ήθελεν επιστή ανάγκη.

Άμα δε εξημέρωσεν, έφθασαν οι Βοιωτοί· και είχαν μεν σκοπόν αυτοί προ της παραγγελίας του Βρασίδου να στείλουν βοήθειαν εις τα Μέγαρα και ευρίσκοντο μάλιστα μεθ' όλου του στρατού των εις τας Πλαταιάς, αλλ' ότε ήλθεν, ο άγγελος έλαβον πολύ περισσότερον θάρρος και αποστείλαντες δύο χιλιάδας διακοσίους οπλίτας και εξακοσίους ιππείς επέστρεφαν μετά του επιλοίπου στρατού.

Από την ανωτέραν όχθην του χάνδακος ήρχιζαν αυλάκια εκατόν ποδών το πολύ πλάτους, κομμένα ίσα εις όλον το διάστημα της πεδιάδος, τα οποία επέστρεφαν και εχύνοντο εις τον χάνδακα τον πλησίον της θαλάσσης· ήσαν δε μακράν το έν από άλλο τα αυλάκια εκατόν στάδια· διά μέσου λοιπόν τούτων κατεβίβαζον την ξυλείαν από τα βουνά εις την πόλιν και μετεκόμιζον με πλοία τ' άλλα προϊόντα κάθε εποχής, αφ' ού έκοψαν άλλα αυλάκια πλάγια διά να συγκοινωνή το έν από τα πρώτα με το άλλο και με την πόλιν.

Και των μεν γεροντοτέρων αι λευκαί τρίχες εμαύριζαν, των δε γενειοφόρων το δέρμα των παρειών εγίνετο άτριχον και επέστρεφαν εις την περασμένην νεότητα, των δε νέων τα σώματα γινόμενα λεία και μικρότερα κάθε ημέραν και κάθε νύκτα έφθαναν εις το φυσικόν του νεογεννήτου παιδίου, όμοια εντελώς με αυτό και ως προς το σώμα και ως προς την ψυχήν. Από τότε δε πλέον εμαραίνοντο εντελώς και εξηφανίζοντο.

Από τούτου δε του μέρους οι μεν οδηγοί των Θεσσαλών επέστρεφαν εις τα ίδια, οι δε Περραιβοί, υπήκοοι όντες των Θεσσαλών, τον ωδήγησαν μέχρι του Δίου εις την επικράτειαν του Περδίκκου. Η πόλις αύτη κείται εις τους πρόποδας του Ολύμπου της Μακεδονίας προς το μέρος της Θεσσαλίας.

Αλλά μετ' ολίγον, όταν επέστρεφαν από την εκκλησίαν οι χωρικοί και τους εκαλημέριζαν, ο μικρός Κλώσος έλεγε με τον νουν του: Τι να λέγουν οι χωρικοί όπου έχω πέντε άλογα και οργώνω. Και ενθουσιάσθη και εφώναξε πάλιν: «Οι, και τα πέντε μου!» — Να σου δείξω εγώ και τα πέντε σου, λέγει ο μεγάλος Κλώσος.

Τελειώνοντας δε ο χρόνος, και ερχομένη η συνηθισμένη διορία άνοιξε πάλιν η πόρτα και εισέβηκαν οι γραμματισμένοι μέσα· μα καθώς δεν ήτον συνηθισμένοι να ιδούν εκεί φωτοχυσίαν εμπήκαν εις μεγάλον φόβον. Και ρίχνοντάς τα βιβλία με πολλήν γληγορότητα που επέστρεφαν, εδόθηκαν εις φυγήν, και εγώ εστοχάσθηκα διά να έβγω την ιδίαν στιγμήν.