United States or Guinea-Bissau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οπίσω ήρχοντο αι γυναίκες πεζή φέρουσαι τα οψώνια και από των ώμων της νάκες με τα παιδία των αι περισσοτέραι. Ο Δημήτρης μόλις είδε τον Νάσον και την Μπήλιω ητένισεν αυτούς εις το πρόσωπον δειλά ως ένοχος τον δικαστήν του. Τα πρόσωπα και των δύο ήσαν αίθρια, διεκρίνετο όμως επ' αυτών τύπος τις αόριστος πικρίας και δυσαρεσκείας. — Καλά μ' έτρωγαν τα φίδια· εσκέφθη.

Η εκκλησιά εδιάβαζε, Κυριακήν πρωί, κ' ημείς οι δύο, ο Νικολός του Αγιώτη κ' εγώ, επήραμεν, εκείνος το ζεμπίλι στον ώμονείχε βάλει μέσα, εκτός από τα μικρά οψώνια διά το εξοχικόν γεύμα μας, και το σίδηρον της σκαπάνηςεγώ δε εκράτουν επιδέξια, τάχα ως ραβδίον οδοιπορίας, το ξύλον ή το στηλιάρι της τσάπας αυτής, κ' εκινήσαμεν εις μελετημένην εκδρομήν.

Προ εμού είχον αναχωρήσει από το ποιμενικόν σκήνωμα ολίγοι εκ της τάξεως των βοσκών, απερχόμενοι εις την πολίχνην, διά να κομίσωσιν αρνία και τυρίον εις τους κολλήγας, αποφέρωσι δε άλλα οψώνια εκ της πόλεως. Ούτοι θα επέστρεφαν προς εσπέραν, και δεν ήτο πιθανόν να συναντήσω τινάς καθ' οδόν.

Όλα δε τα άλλα πράγματα και σκεύη όσα χρειάζεται έκαστος, να τα πωλούν μετακομίζοντες εις την κοινήν αγοράν εκάστου τόπου, και όπου νομίσουν κατάλληλον οι νομοφύλακες και οι αγορανόμοι μαζί με τους αστυνόμους ας ορίσουν θέσεις καταλλήλους διά τα οψώνια. Και εις αυτά τα μέρη να ανταλλάσσουν νόμισμα με πράγμα και πράγμα με νόμισμα, χωρίς κανείς να κάμη την ανταλλαγήν με πίστωσιν.

Ο Ιούδας ηγέρθη από του δείπνου. Οι άκακοι την καρδίαν Απόστολοι ενόμισαν ότι ο Ιησούς τον διέτασσε να υπάγη και κάμη οψώνια διά το Πάσχα ή να δώση εις τους πτωχούς. Και ούτω ο Ιούδας εξήλθε πάραυτα, και προσθέτει ο ηγαπημένος μαθητής, «εγένετο νυξ».

Διότι, όσον ωφελήθη αυτός ή με ό,τι ποσόν θα αντήλλασσε την ηδονήν, τόσον πρέπει να λάβη ο χορηγός του, διά να απολαύση από αυτόν ό,τι αξίζει. Και βεβαίως εις τα οψώνια φαίνεται ότι αυτό συμβαίνει. Και εις μερικά μέρη υπάρχουν νόμοι να μη γίνωνται δίκαι διά τας εκουσίας συμφωνίας, διότι θεωρείται ορθόν, με όποιον ενεπιστεύθη κανείς, να συμβιβασθή καθώς και εληψοδότησε.

Αίφνης ενθυμήθη τον Δημήτρην, ενθυμήθη τα εν τη αγορά διαθρυλούμενα και αφήσας κατά γης τα οψώνια κατηυθύνθη εις το κτήμα του, κατατρομασμένος. — Εσύ, Δημήτρη, να σχολάσης· είπε σοβαρώς εις τον εργάτην, μόλις έφθασεν εκεί. — Γιατί, αφεντικό; — Έτσι, δε θέλω να μου κάμης δουλειά· αφωρεσμένους ανθρώπους δε θέλωτο κτήμα μου. . . δεν τώχω για ξέραμα!. . .

Η δε δευτέρα φροντίς αυτών κατόπιν από την επιθεώρησιν των ιερών της αγοράς μήπως τα έβλαψε κανείς, θα είναι να επιθεωρούν τας πράξεις των ανθρώπων επιβλέποντες την σωφροσύνην και την υβριστικότητα και τιμωρούντες τον έχοντα ανάγκην τιμωρίας. Από δε τα οψώνια πρώτον μεν να προσέχουν αν, όσα ωρίσθησαν να πωλούν οι πολίται εις τους ξένους, γίνονται συμφώνως με τον νόμον.

Διά ρήξεως ή κάλλιον δι' απάτης: λόγου χάριν, αν η γραία έκραζε με κλαυθμηράν φωνήν την νεαράν της γειτόνισσαν, και την παρεκάλει ν' ανοίξη, διά να της ζητήση, ως εν ώρα ανάγκης, κάτι, οίον έν πυρείον διά ν' ανάψη το σβυσμένον κανδήλι, επειδή ήτο παράωρα, κ' είχε λησμονήσει ν' αγοράση ενωρίς. Η Μανιά επέστρεψε, φέρουσα τα οψώνια.