Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Κ' εγώ εκράτουν το πέλεκον της σκαπάνης ως ράβδον, κ' εκείνος είχε το σίδηρον μέσα στην σπειρίδα την πλεκτήν. Και μου ξανάλεγε στον δρόμον πώς ο γέρο-κλέφτης ο παλαιός, με τα μουστάκια του αγκίστρια δεμένα όπισθεν των ώτων, του είχε διηγηθή την ιστορίαν. Βέβαια με τον Καρατάσον ήτον παλλικάρι κι' αυτός.
Ποσάκις άρα γε οι τας γραμμάς αυτάς αναγινώσκοντες δεν ηγανάκτησαν, ακούσαντες αίφνης, εν παραδείγματι, τον ράπτην των λέγοντα μετά ιλαρού μειδιάματος· δεν π ε ι ρ ά ζ ε ι! διότι παρετήρησαν εις αυτόν, ότι αι χειρίδες του καινουργούς των επενδύτου ήσαν βραχύτεραι του πρέποντος, ή ότι τα κομβία του ήσαν παράχροα; Ποσάκις δεν ωργίσθησαν, ακούσαντες το αυτό παρά του χρωματιστού της οικίας των, κηλιδώσαντος διά του χονδρού του χρωστήρος τας ζωγραφίας του τοίχου, ή παρά του κηπουρού των, καταστρέψαντος εν βία διά της σκαπάνης του τρυφερόν δενδρύλλιον, ή παρά του υπηρέτου των αλλ' αντ' άλλων εκτελέσαντος;
Ο δε Σαϊτονικολής ελκύσας διά της σκαπάνης του τον κλάδον εξεκρέμασε το φέσι και έτρεξε να το δώση εις τον γέροντα, όστις μη δυνηθείς να σταματήση εγκαίρως τον όνον του είχε προχωρήσει με την κεφαλήν ασκεπή. Μετ' ολίγον αγέλη κτηνών επεχωθούσα τους εχώρισεν. Ο Σαϊτονικολής έμεινεν ολίγα βήματα οπίσω μετά της Πηγής, προς την οποίαν είπε: — Καλορίζικα κιόλας, Πηγιό.
Έτρεχον ασθμαίνων, ψιθυρίζων μυστικώς το «Πιστεύω». Όπισθέν μου ήκουον τους πενθίμους τριγμούς του διώκοντός με νεκροκραββάτου, ξηρούς, φοβερούς, ως τα κτυπήματα της σκαπάνης του νεκροθάπτου, κ' έβλεπον, χωρίς να στρέψω οπίσω, έβλεπον, ως να απέκτησα του Άργου τα όμματα, την πένθιμον εκείνην παράταξιν, με τους απαισίως φέγγοντας φανούς, καθώς φέγγουν την νύκτα τα φαναράκια επάνω εις τους τάφους του κοιμητηρίου του χωρίου.
Η εκκλησιά εδιάβαζε, Κυριακήν πρωί, κ' ημείς οι δύο, ο Νικολός του Αγιώτη κ' εγώ, επήραμεν, εκείνος το ζεμπίλι στον ώμον — είχε βάλει μέσα, εκτός από τα μικρά οψώνια διά το εξοχικόν γεύμα μας, και το σίδηρον της σκαπάνης — εγώ δε εκράτουν επιδέξια, τάχα ως ραβδίον οδοιπορίας, το ξύλον ή το στηλιάρι της τσάπας αυτής, κ' εκινήσαμεν εις μελετημένην εκδρομήν.
Ουδεμία αηδών ηκούσθη μινυρίζουσα εις τους δρυμώνας, ουδείς βοσκός ηκούσθη φυσών χαρμοσύνως τον αυλόν του επί των βράχων, και ουδέν έρρυθμον άσμα υλοτόμου ή γεωργού επράυνε τον σκληρόν και μονότονον κτύπον της σκαπάνης και του πελέκεως.
— Ήσκαφτα, απήντησεν ο Μανώλης. Δε θωρείς πως εγενήκανε τα χέρια μου απού το σκαπέτι; Έδειξε δε τα χέρια του, τα όποια είχον φλύκταινας εκ της πιέσεως της σκαπάνης. — Και πονώ, μα πονώ! Η Πηγή τον επαρηγόρησεν. Ήτον ασυνήθιστος και γιαυτό πονούσαν τα χέρια του· αλλά με τον καιρόν θα έπαυαν να πονούν όσο κιάν έσκαβε· θάκαναν πέταλα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν