United States or Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' εγώ εκράτουν το πέλεκον της σκαπάνης ως ράβδον, κ' εκείνος είχε το σίδηρον μέσα στην σπειρίδα την πλεκτήν. Και μου ξανάλεγε στον δρόμον πώς ο γέρο-κλέφτης ο παλαιός, με τα μουστάκια του αγκίστρια δεμένα όπισθεν των ώτων, του είχε διηγηθή την ιστορίαν. Βέβαια με τον Καρατάσον ήτον παλλικάρι κι' αυτός.

Αυτά 'πα, και τα εδέχθηκεν η ανδρική ψυχή τους. και όλον τον μήνα ακοίμητος Νότος εφύσα ουδ' άλλος 325 απ' τους ανέμους έπνεεν, Εύρος ειμή και Νότος. και όσο είχαν σίτον και κρασί κόκκινο οι σύντροφοι μου, τα βώδια δεν επείραξαν φοβούμενοι τον χάρο• αλλ' όταν όλαις η τροφαίς απ' το καράβι ελείψαν, και απ' την ανάγκη εγύριζαν κυνήγι αναζητώντας, 330 ψάρια, πουλιά, και ό,τ' εύρισκαν, με κύρτ' αγκίστρια πιάναν, η πείνα ως τους βασάνιζε• και τότε μέσα επήγα εις το νησί, να δεηθώ των αθανάτων, ίσως μου δείξη κάποιος των θεών του γυρισμού τον δρόμο. και αφούτα μέσα του νησιού, μακράν απ' τους συντρόφους, 335 εις μέρος ήλθ' απάνεμον, ενίφθηκα τα χέρια, κ' ευχήθην όλων των θεών των ολυμποκατοίκων• κ' εκείν' ύπνον γλυκύτατοντα βλέφαρά μου εχύσαν, κ' έκαμν' αρχή γνώμης κακής ο Ευρύλοχοςτους άλλους• «'ς ό,τι θα ειπώ προσέξετε, πολύπαθοί μου φίλοι• 340 όλ' είναι οι θάνατοι πικροί των άμοιρων ανθρώπων, αλλ' ο πολύ φρικτότερος, της πείνας ν' αποθάνης• του Ηλίου ταις καλήτεραις ας σύρουμ' αγελάδαις, προς τους θεούς να σφάξουμε τους ουρανοκατοίκους. και αντην Ιθάκη φθάσουμε, την ποθητήν πατρίδα, 345 του Ηλίου του Υπερίονα κτίζουμ' ευθύς ωραίον ναόν, και μέσ' ατίμητα πολλά κρεμάμε δώρα. αλλ' αν για βώδια ορθόκερα χολιάση και θελήση το πλοίο να συντρίψη αυτός, κ' οι άλλοι θεοί το στέργουν, κάλλιοτο κύμα χάσκοντας με μια να ξεψυχήσω, 350 παρά να τήκωμαι καιρούς εις ένα ερημονήσι».

Μικρά ήτον η βάρκα, αλλ' ήτον άφοβος ο κυρ Σταμάτης· με απλωμένα τα πανιά της ωρμούσετο πέλαγος δια να πιάνη με τ' αγκίστρια του τα μεγάλα εκείνα ψάρια, τα οποία ακριβοπληρώνουν οι πλούσιοι, όταν τα ευρίσκουν εις την αγοράν.

Κι όταν έπιασαν στη στεριά κι αράξανε, δεν έκαναν κανένα κακό, παρά αρχίσανε λογής-λογής διασκέδασες· πότε μ' αγκίστρια κρεμασμένα από καλάμια με ψιλή πετονιά ψάρευαν πετρόψαρα από χαμηλό βράχο· πότε με σκυλιά και με δίκτυα πιάνανε λαγούς που έφευγαν από τ' αμπέλια εξ αιτίας του θόρυβου.

Τώρα έθεσεν εις ταλαντευτικήν κίνησιν τας κλίμακας, όπως η αράχνη ταλαντεύεται, όταν θέλη να πιάση κάτι, κρεμασμένη από το μακρόν αιωρούμενον νήμα της· και όταν ο Ρούντυ διά τετάρτην φοράν ήγγισε την κορυφήν των κλιμάκων, οι οποίαι μαζί δεμέναι η μία με την άλλην ήσαν στημένοι κάτω, την έπιασε, συνήψε και συνέδεσε τας επάνω με τας κάτω με ασφαλές και δυνατόν χέρι· αλλά εκραδαίνοντο και επλατάγουν, σον να είχαν κουρδισμένα αγκίστρια.