Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025


Από εικοσιπέντε τουλάχιστον ετών ουδέν άλλο ωνειρεύετο παρά τας απολαύσεις έρωτος θεμιτού και υπό της εκκλησίας ευλογημένου. Αφού εδαπάνησεν όλον τέταρτον αιώνος υφαίνουσα ιστούς προς άγραν συζύγου, εξηκολούθει ακόμη να υφαίνη η ακούραστος εκείνη αράχνη.

Την επιούσαν εξύπνησα ενωρίς, επειδή δε έπρεπε να εξέλθω προς επίσκεψιν μερικών φίλων, η πρώτη μου φροντίς ήτο να ενδυθώ καταλλήλως. Και λοιπόν εγονάτισα ημίγυμνος προ του μαρσίππου μου, τον εξεκλείδωσα, τον ήνοιξα και τι νομίζετε να είδα; Ακριβώς εις το μέσον της σινδόνος, ήτις εσκέπαζε τα εν τω κιβωτίω φορέματα, εκάθητο ακίνητος μία αράχνη πρώτου μεγέθους! Έμεινα κατάπληκτος.

Μία και μόνη είνε Η οδός, και εις τον τάφον Φέρνει· εις αυτήν η ανάγκη Αμάχητον με χείρα Ωθεί τους ζώντας. Υιέ μου πνέουσαν μ' είδες· Ο ήλιος κυκλοδίωκτος, Ως αράχνη, μ' εδίπλονε Και με φως και με θάνατον Ακαταπαύστως. Το πνεύμα οπού μ' εμψύχονε Του θεού ήτον φύσημα, Και εις τον Θεόν ανέβη· Γη το κορμί μου, κ' έπεσεν Εδώ εις τον λάκκον.

Ένα πρωί, μετά το τσάι και ενώ ακόμη εκαθήμεθα περί την τράπεζαν, εγώ, η σύζυγος και η κόρη μου, μία αράχνη, αφεθείσα εκ της οροφής και κρατουμένη από το σχεδόν αόρατον νήμα της ως αυτοδίδακτος σχοινοβάτης, κατέβη και εκάθησεν, ελαφρά ελαφρά, επί της κόμης της θυγατρός μου! Εγώ μόνος αντελήφθην το πράγμα, εκλαβών δε ως αίσιον τον οιωνόν, είπα της κόρης μου να μη κινηθή.

Είναι ωσάν αράχνη, και νομίζει τις ότι δεν φορεί τίποτε. Τόσον είναι ελαφρά! αλλά τούτο είναι η ωραιότης του υφάσματος! — Πραγματικώς! έλεγαν οι ακόλουθοι του βασιλέως. Αλλά τίποτε δεν έβλεπαν, διότι τίποτε δεν υπήρχε. — Μας δίδει την άδειαν η βασιλική Μεγαλειότης σας, είπαν οι αγύρται, να σας αλλάξωμεν, και να σας βάλωμεν τα νέα αυτά φορέματα εμπρός εις τον καθρέπτην;

Μάβρ' υπομονή! είπ' ένας βαρυποινίτης, σειώντας πάνου κάτου με πικρό παράπονο ταχτένιστό του κεφάλι. — Μάβρη κι αράχνη! είπ' ένας άλλος. Μας έδινε ενού ενού το χέρι, μας εφίλειε δακρυσμένος από μεγάλη του συγκίνηση. Να πάρη να φύγη, που τον έβιαζε κι ο Αρχιφύλακας να κάνη αναγκαστά. Έδοσε το χέρι και στον Ψυχομάνη. Αφτός κάτι του ψιψίρισε σταφτί και τον αποτράβηξε παράμερα στην αγκωνή.

Η γριά σήκωσε το χέρι της και τον τράβηξε με δύναμη επάνω της. Μια οσμή σήψης και τάφου αναδυόταν από το μικρό κρεβάτι, εκείνος όμως δεν τραβήχτηκε παρόλο που ένιωθε το κολιέ της θειας-Ποτόι να του αγγίζει το πρόσωπο, ζεστό σαν να ήταν επάνω στη φωτιά, και την αναπνοή της να περνάει πάνω στα μαλλιά του σαν αράχνη. «Άκουσέ με Έφις, είμαστε μπροστά στο Θεό. Εγώ είμαι έτοιμη να φύγω.

Μήπως η παρουσία του εντόμου ήτο και δι' εμέ οιωνός; Ήμεθα και οι δύο ακίνητοι και η αράχνη και εγώ επί τινα λεπτά. Επί τέλους επήρα το σινδόνι με προσοχήν από τα τέσσαρα άκρα, το ετίναξα εις μίαν γωνίαν του θαλάμου, όπου η αράχνη συνεσπειρώθη . . . ..

Ένα χτύπημα στην εξώπορτα την επανέφερε στην πραγματικότητα. Πήγε να ανοίξει πιστεύοντας ότι ήταν οι αδελφές της ή ο ίδιος ο Τζατσίντο, που η παρουσία του δεν τη φόβιζε γιατί ήταν αρκετή για να διώξει τη μαγεία, αντίκρισε όμως τη θεια-Ποτόι και ξαναέκλεισε ενστικτωδώς την εξώπορτα για να την απομακρύνει. Η γριά έσπρωχνε κι εκείνη από έξω. «Θέλετε να με λιώσετε σαν αράχνη, ντόνα Νοέ!

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν